γλυκοπροβάλλω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοπροβάλλω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοπροβάλλω Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 164.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. προβάλλω.

Σημασιολογία

Προβάλλω, ἐμφανίζομαι κατὰ τρόπον προκαλοῦντα εὐχαρίστησιν, τέρψιν: Ποίημ. Κιˬ ἀντὶ γιˬὰ στέφανά μας, | τὲς ἀχτίδες του θὰ βάλῃ ὁ ἥλιˬος, σὰν γλυκοπροβάλῃ | φῶς σκορπῶντας ’ς τὰ κλαδιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/