γλωσσοφάγωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσοφάγωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλωσσοφάγωμα τό, πολλαχ. γλωσσοφάωμα Κρητ. (Κατσιδ.) γλουσσουφάγουμα Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γλουσσουφάουμα Στερελλ. (Αἰτωλ.) γλωσσοφάγεμα Πόντ. γλωσσοφάγεμαν Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) γλωσσοφάεμαν Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλωσσοφαγῶ.
Σημασιολογία
1) Γλωσσοφαγιˬὰ 1, τὸ ὁπ. βλ., πολλαχ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Δὲ μπορεῖ νὰ ἰδῇ προκοπὴ ἀπὸ τὸ γλωσσοφάγωμα Ἀθῆν. Χαέρι τσαὶ προκοπὴ δὲ θωρεῖ μὲ τὸ γλωσσοφάγωμ’ ἀποὺ τσῆ κάμανε Κρήτ. (Κατσιδ.) Ποῦ ν᾿ ἀφήσουν τὸ ξενύχτι καὶ τὸ γλέντι, τὴν ἐργολαβία καὶ τὸ γλωσσοφάγωμα, γιὰ τέτο͜ια ἔννο͜ια Κ. Παλαμ., Τρισευγ., 34 Κιˬ αὐτὸς ὁ κόσμος θρέφεται μὲ τὰ καρδιˬοχτύπιˬα καὶ μὲ τὰ γλωσσοφαγώματα Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν., 83. || Ποίημ. Κιˬ ἀπὸ τὸ γλωσσοφάγωμα τοῦ κόσμου θὰ γλυτώσω Γ. Σουρἦς, Ρωμ., 215. 2) Φιλονικία, διαπληκτισμὸς Πελοπν. (Μεσσην.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺ γλουσσουφάουμα εἶι κακὸ Αἰτωλ. Ἀρχινήσανε ἀπὸ τὸ πρωΐ τὸ γλωσσοφάγωμα Μεσσην.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA