αὐλάκωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλάκωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αὐλάκωτος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. αὐλακωτὸς τῆς στερητικῆς ἐννοίας γεννηθείσης δι’ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2α.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ αὐλακωθείς, ὁ μὴ ἔχων τὰς ἀναγκαίας αὔλακας: Αὐλάκωτον ἐφῆκεν τὴν παχτέν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA