γλυκορρόδισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκορρόδισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκορρόδισμα τό, Σίφν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. ρόδισμα (=λυκαυγὲς)
Σημασιολογία
Ἡ χαραυγὴ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA