αὐλακωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλακωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αὐλακωτὸς ἐπίθ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. αὐλακώνω καὶ τῆς καταλ. -ωτός.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἔχων αὔλακας, ηὐλακωμένος: Αὐλακωτὴ λαμαρῖνα-λίμα. Πεπόνιˬα μακρεˬά, αὐλακωτὰ κοιν. Ἀμόνι αὐλακωτὸ Ναύστ. 2)Θηλ. οὐσ., εἶδος λεμονέας, ἴσως ἀπὸ τοῦ αὐλακώδους φλοιοῦ τοῦ καρποῦ ΠΓεννάδ. 338.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA