γλυκορρουθουνίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκορρουθουνίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκορρουθουνίζω ἐνιαχ. γλυκορρουχουνίζω Α. Λασκαράτ., Ποιήμ., 38.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ρουθουνίζω.
Σημασιολογία
Καθ’ ὕπνον ἀναπνέω διὰ τῶν ρωθώνων, ρουθουνίζω κατὰ τρόπον ἤπιον, εὐάρεστον, γλυκὺν ἐνιαχ.: Ποίημ. ᾿Επήγανε λοιπὸν κ’ ἐκοιμηθήκανε· καὶ τὴν αὐγὴ τοὺς εὕρηκε τὸ γιˬόμα, ποὺ ἐγλυκορρουχουνίζανε ὅλοι ἀκόμα Α. Λασκαράτ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA