γλυκορωτῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκορωτῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκορωτῶ ἐνιαχ. γλυκορωτάω ’Ιθάκ. Κύθηρ. Πελοπν. (’Αργολ.) -Α. Οἰκονομίδ., Τραγούδ. ’Ολύμπ., 23 C. Fauriel, Chants popul., 172. 334 -Λεξ. Δημητρ. γλυκορωτάου Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. κ.ἀ.) γλυκουρουτάου Θρᾴκ. (Σηλυβρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) Μακεδ. (Καστορ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ρωτῶ.
Σημασιολογία
Ἐρωτῶ μετὰ ἠπιότητος, γλυκύτητος ἔνθ’ ἀν.: Σὲ γλυκορωτάου κ’ ἐσὺ δὲ μοῦ κρένεις (=ἀποκρίνεσαι) Πελοπν. (Γαργαλ.) Κάτι μὲ γλυκορωτᾷς. Τί γυρεύεις ἀπὸ μένανε; αὐτόθ. Τόνε γλυκορώταε ἡ μάννα του γιὰ νὰ τόνε ξεψαχνίσῃ (=νὰ μάθῃ τὴν ἀλήθειαν) Πελοπν. (Βερεστ.) || ᾌσμ. Ἔκατσα καὶ τὸ ρώτησα καὶ τὸ γλυκορωτάω: - Βρὲ ὀρφανέ, ποῦθ᾿ ἔρχεσαι καὶ ποῦθε κατεβαίνεις; Πελοπν. (’Αργολ.) ’Σ τὴν ἀγκαλιˬά της τά ᾽βαλε καὶ τὰ γλυκορωτάει: - Μήπως σᾶς ἔστειλεν ἐδῶ ὁ νιˬὸς ποὺ μ᾿ ἀγαπάει; Κύθηρ. Κ’ ἡ μάννα τὴ γλυκουφιλεῖ κὶ τὴ γλυκουρουτάει: Θρᾴκ. (Σηλυβρ) ’Σ τὰ γόνατά του τό ’ρριξι καὶ τοὺ γλυκουρουτάει: - Γιˬὰ πές μου, μαντηλάκι μου, ἂν μ’ ἀγαπάῃ ἡ κυρά σου Στερελλ. (Παρνασσ.) Οἱ κλέφτες τὸν καρτέραγαν καὶ τὸν γλυκορωτοῦσαν: - Ποῦ πᾶς, Βελῆ δερβέναγα, ρετσάλι τοῦ βεζίρη; Α. Οἰκονομίδ., ἔνθ’ ἀν. ’Σ τὸ πάτημά μου ἐστάθηκα καὶ τὸ γλυκορωτάω (ἐκ μοιρολ.) ’Ιθάκ. Νὰ διˬῇς καὶ τὰ μουτσόπουλα, νὰ τὰ γλυκουρουτήσῃς Μακεδ. (Καστορ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA