γλυκὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκὸς ἐπίθ. γλυκὺς ἐνιαχ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. ᾿Ινέπ. Κερασ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) γυκὺς Καππ. γλυτσὺς ’Αστυπ. Κρήτ. Κύπρ. Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) γυτσὺς Καππ. (Φάρασ.) γλυτὺς Κύπρ. Πόντ. (Ὄφ.) γλυτὺς Κύπρ. γλυτύο Καλαβρ. (Μπόβ.) gλυτσύο Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν. κ.ἀ.) gλουτσύο ᾿Απουλ. (Μελπιν.) Καλαβρ. (Καρδ. Χωρίο Βουν.) γλυε͜ιὸς Κρήτ. (Σέλιν.) Σύμ. γλυτζε͜ιὸς Κύπρ. γλυτσέος ’Απουλ. (Καλημ.) γλυτσέο ’Απουλ. (Καλημ. Μελπιν. Τσολλῖν κ.ἀ.) γλυκὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. κ.ἀ.) γ’κὸς Ἤπ. (Κόνιτσ. κ.ἀ.) γλυκὸ Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ. κ.ἀ.) gλυκὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) υλτσὺς Καππ. (Μισθ.) λυκὸς Σαμοθρ. Πληθ. γλυτοὶ Τσακων. (Μέλαν.) Θηλ. γλυκε͜ιὰ σύνηθ. ἐγλυκε͜ιὰ Πελοπν. (Βούρβουρ.) -Μ. Μινώτ., Τραγούδ., 64 ἰγλυκε͜ιὰ Λυκ. (Λιβύσσ.) gλυτσεῖα Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) gλυκεῖα Καλαβρ. (Μπόβ.) γλυτεῖα Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) γλυτσε͜ιὰ Πάτμ. γλυτὰ Κύπρ. γλυε͜ιὰ Κρήτ. γλυτσὰ Θήρ. (Οἴα) Ἴος Κάλυμν. Λέσβ. Σκῦρ. Σῦρ. γλυτὰ ᾿Αγαθον. ’Αστυπ. Νάξ. (Τσικαλαρ.) Πάτμ. γλυτζὰ Κύπρ. γλυτὰ Κύπρ. γλυκὰ Τσακων. (Χαβουτσ. κ.ἀ.) γλυκὴ Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ.) -Δ. Σολωμ., 108 γλυέα ᾿Απουλ. Κρήτ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) γλυτσέα ᾿Απουλ. (Καλὴμ.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) γλυτσέσσα Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Σάντ Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Πληθ. γλυτεῖε Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) γλυκέα Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) γλυκέας Πόντ. (’Ινέπ. Οἰν. Χαλδ. κ.ἀ.) γλυτέας Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) γλυκέες Πόντ. (Οἰν.) γλυκε͜ιάδες ᾿Αγαθον. Οὐδ. γλυκὺ πολλαχ. γλυκὸ κοιν. καὶ Τσακων. (Μελαν. κ.ἀ.) γυκὸ Ἤπ. (Κόνιτσ.) κ.ἀ. gλυκὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) γ’κὸ βόρ. ἰδιώμ. λυκὸ Σαμοθρ. γλυκιˬὸ Κρήτ. (Μονοφάτσ. κ.ἀ.) γλυκύο ’Απουλ. γλυτύο Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) γλυκέα ’Απουλ. γλυτζέο ᾽Απουλ. (Τσολλῖν. κ.ἀ.) γυκὺ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) γλουτσύο Καλαβρ. (Μπόβ.) υλκὺ Καππ. (’Αραβάν. Γούρτον. Μισθ. Φάρασ. κ.ἀ.) γλυκὺν Καππ. (᾽Αραβάν. Γούρτον.) Κύπρ. Πόντ. (Οἰν. Τραπ Χαλδ.) Ρόδ. -Κορ., Ἄτακτ., 1.147 - Λεξ. Πόππλετ. γλυτσὺ ’Αστυπ. Κρήτ. Μύκ γυτσὺ Καππ. (Φάρασ.) γλυτὺ Κύπρ. Πόντ. (Οἰν.) γλυτὺν Κύπρ. γυκὺ Θρᾴκ. γλύκου Μακεδ. (Ἄνω Κώμ.) γλυκε͜ιὸ Κρήτ. Πληθ. γλυκέα ’Απουλ. (Τσολλῖν. κ.ἀ.) Πόντ (Ὄφ. κ.ἀ.) Σύμ. γλυκιˬὰ ’Ιων. (Σμύρν.) Κάρπ. Κεφαλλ. Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) Ρόδ. γλυτιˬὰ Κύπρ. γυκὰ Τῆλ. gλυτσία Καλαβρ. (Μπόβ.) γλυτσέα Καλαβρ. gλυτία Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) -Κορ., ’Ανέκδ. Λεξιλ. σημ., 17 -Λεξ. Βάιγ. Βλαστ 397. Συγκριτ. γλυκύτερος λογ. κοιν. γλυκώτερος πολλαχ. γλυκώτ-τερος Κύπρ. γλυκώτιρους Ἤπ. (Ζαγόρ.) γλυκούτερε Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) Ὑπερθ. γλυκύτατος λογ. σύνηθ καὶ δημῶδ. Κρήτ. Κύθηρ. γλυκώτατος πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. γλυκὺς κατὰ τὸ ἐναντίον πικρός. Βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ, 2.13. Οἱ τύπ. γλυκός, γλυκύν, πληθ. γλυκιˬὰ καὶ εἰς Σομ. Τὸ θηλ. γλυκέα εἰς Διγεν. Ζ1008, 1042, 1084, Χρον. Μορ. Ρ 3445, Πουλλολ., 194 Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. (Escor.), στ. 981. Τὸ οὐδ. γλυκόν ἤδη Βυζαντ. Βλ. Byzant Zeitschr. 20 (1911), 396. Πβ. καὶ τὸ εἰς Ἡσύχ. γλυκὸν εἰς λ. Ὁ τύπ. γλυκὺ καὶ εἰς Δουκ. Τὸ ὑπερθετ. γλυκώτατος ἤδη Βυζαντ. Βλ. Μ. Κριαρ., Λεξ., Μεσν., τόμ. Δ΄, σ. 318. Εἰς τὸν τύπ. ἰγλυκε͜ιὰ τὸ ἀρχικὸν ι ἐκ συνεκφ. τοῦ ἄρθρ. μετὰ τοῦ οὐσ.

Σημασιολογία

Α) ᾿Επιθετικ. 1) Ὁ ἡδύς τὴν γεῦσιν, ἐπὶ ἐδωδίμων καὶ ποτῶν γενικῶς κοιν. καὶ ’Απουλ. (Καλημ. Μελπιν Τσολλῖν. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Καρδ. Χωρίο Βουν. Μπόβ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀνακ. ’Αραβάν. Γούρτον. Μισθ. Φάρασ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ. κ.ἀ.): Καφὲς γλυκός, ἀμύγδαλο γλυκό, κρασὶ γλυκό, πεπόνι γλυκό, φαΐ γλυκό, σταφύλιˬα γλυκά, σῦκα γλυκά, κολοκύθι γλυκὸ (τὸ κατάλληλον διὰ παρασκευὴν πίττας) κοιν. κότσυα γλυκὰ (ὁμοίως) Μέλαν. Πβ. Ἡσύχ. «γλυκεῖα κολόκυντα». Νερὸ γλυκὸ (εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁλμυρὸν τῆς θαλάσσης), ψάριˬα τοῦ γλυκοῦ νεροῦ (τὰ λιμναῖα ἤ ποτάμια εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὰ θαλάσσια) κοιν. Γλυκὸς τραχανᾶς (εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ξινὸν) κοιν. Πιπεριˬὰ γλυκε͜ιὰ (εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὴν καυτερὴν). Γάλα γλυκὸν (τὸ ἄβραστον) Πελοπν. (Σιβίστ.) Τοὺ γλυκὸ γάλα φέρ’ δίψα (τὸ εὐθὺς μετὰ τὴν ἄμελξιν) Εὔβ. (Στρόπον.) Γλυκὺ ᾿ουάα (=γάλα) Νάξ. (Κωμιακ.) Τὸν ἔκανες πολὺ γλυκὸν τὸν καφὲ καὶ δὲν πίνεται κοιν. Ἔψ ψιντρὸν τὸ σταφύλιμ μας φέτι, μά ᾿γ γλυτὺν (ψιντρὸν σταφύλι=σταφύλι μὲ ψιλὲς ρῶγες) Κύπρ. (Λευκωσ.). Τοὺ σταφύ’ εἶν’ γλυκώτιρου ἀποὺ τ’ ἀπίδ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Οὗτο ’ῆς πιˬατσέει, γιˬατὶ ἔν’ gλυτσέο (αὐτὸ τῆς ἀρέσει, γιατὶ εἶναι γλυκὸ) Καλημ. Βαρέα γλυτὺ ἔν’ τ’ ἀγοῦτ’ ἀπίδ’ Ὄφ. Τὸ σούκονε γλυσοί ρ’ (=τὰ σῦκα εἶναι γλυκὰ) Χαβουτσ. Ἅμα ἔνι νατὰ ἁ ἀχρά, ἔνι γλυσεῖα (=ὅταν εἶναι ὥριμο τὸ ἀχλάδι, εἶναι γλυκὸ) Μέλαν. Γυκὺ χαραπὰ (=γλυκὸ κολοκύθι) ᾽Αραβάν. Γλυκὺν γάλα (εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὀξύγαλα) Τραπ. Γυλκὺ γάλας (=ὁμοίως) ’Ανακ. Μισθ. κ.ἀ. Γυτσὺ ἅς (ὀρυκτὸν ἅλας) Φάρασ. Γλυτσύο αἷμα Χωρίο Βουν. Γλυκὺν κριˬὰς (αἱ μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ δέρματος ἀπομένουσαι σάρκες) Ρόδ. Γλυκὰ κρέατα (τὰ ἐδώδιμα) Λῆμν. Γλυκὸ σπυρὶ (κατ᾽ εὐφημισμ. ὁ ψευδάνθραξ) Μακεδ. (Βλάστ. Σισάν. κ.ἀ.) Γλυκὸ δάκρυˬο τ’ ἀμπελιˬοῦ Κρήτ. Γλυκὰ νερὰ (αἱ βροχαὶ αἱ πίπτουσαι μὲ καιρὸν εὔδιον) Ἄνδρ. Ἄν βρέξῃ ’να γλυκὸ νεράκι, θ᾿ ἀδερφολοήσῃ τὸ σ’τάρι μου (θ’ ἀδερφολοήσῃ=θὰ βγάλῃ παραφυάδες) Πελοπν. (Νεάπ.) Γλυκὸ κρεμμύδι (εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὸ καυτερὸ) ἐνιαχ. || Φρ. Ἄνθρωπος-γιˬατρὸς-δάσκαλος-τεχνίτης τοῦ γλυκοῦ νεροῦ (ὁ ἀνίκανος εἰς τὸ ἐπάγγελμά του, ὁ ἄνευ ἀξίας τινὸς) κοιν. Γυναῖκα τοῦ γλυκοῦ νεροῦ (ἡ ἐλευθεριάζουσα) πολλαχ. Πατάνα γλυέο (γυνὴ ἐλευθέρων ἠθῶν) ’Απουλ. (Καλημ.) Δὲν ἔφαγαν γλυκὸ ψωμὶ (ἐπὶ τῶν διαρκῶς ἐριζόντων) κοιν. Γλυκὸ ψωμὶ νὰ μὴ φᾷς ! (ἀρά· νὰ μὴ γνωρίσῃς ἤρεμον βίον) πολλαχ. Βαρὺ γλυκὺς (ἐνν. καφὲς, ὁ περιέχων ποσότητα ζαχάρεως μεγαλυτέραν τῆς συνήθους, καὶ κατὰ συνέπειαν γλυκύτερος τοῦ συνήθους) σύνηθ. Μ᾿ κά’ γλυτὺ σάλιˬο (ὑποκρίνεται τὸν φίλον) Μύκ. Γλυκὰ κρασιˬά! (εὐχὴ πρὸς τοὺς ἀσχολουμένους εἰς τὴν παρασκευὴν οἴνου) Κῶς Σκῦρ. Νά ’ναι γ’κοὶ κὶ νὰ ρ᾽ζώσ᾿ι ! (εὐχὴ πρὸς νεονύμφους) Θεσσ. (Τρίκερ.) Γλυκός του! (εὐχὴ εἰς παιδίον ἐνοχλούμενον ἀπὸ λόξυγγα) ᾿Ιων (Σμύρν.) || Παροιμ. φρ. Γλυκὸς σὰν μέλι, -σὰν ζάχαρη (=γλυκύτατος· πβ. τὸ ἀρχ. «γλυκίων μέλιτος») κοιν. Γλυκὸς μέλι, γλυκὸς ζάχαρη (ὁμοίως) σύνηθ. Γλυκὸ μέλι (ὁμοίως) Τσακων. (Μέλαν.) Τρώει μιˬὰ κουρεˬὰ ψουμὶ γλυκε͜ιὰ (κουρεˬὰ=τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ ἄρτου) Θεσσ. (᾽Αετόλοφ.) || Παροιμ. Γλυκὸς σὰν τὸ μέλι καὶ βαρὺς σὰν τ’ ἁλάτι (ἐπὶ τοῦ λίαν εὐαρέστου ἅμα καὶ λίαν δυσαρέστου) Ν. Πολίτ., Παροιμ., 3.281. Γί’κανι τὰ πικρὰ γλυκὰ (ἐπανελήφθησαν αἱ διακοπεῖσαι καλαὶ σχέσεις) Προπ. (’Αρτάκ.) Τὰ πικρὰ γλυκὰ κὶ τ’ ἄγριˬα μιρωμένα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Θάσ. Ἔκανα τὰ πικρὰ γλυκὰ καὶ τ’ ἄγριˬα μερωμένα (ἐπὶ τοῦ λίαν ὐπομονητικοῦ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἡ θάλασσα ’ς τὴν ἀνυδριˬὰ εἶναι γλυκε͜ιὰ σὰ μέλι, (ἐπὶ τῶν προσαρμοζομένων εἰς τὰς παρουσιαζομένας ἀντιξοότητας τῆς ζωῆς) Κρήτ. Ἡ σφάκα ’ς τὴν ἀνυδριˬὰ γλυκε͜ιά ’ναι σὰ dὸ μέλι (σφάκα=ἡ πικροδάφνη· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. (Νεάπ.) Τζάμπα ξίδι, γλυκὸ σὰν μέλι (τὸ δωρεὰν προσφερόμενον, ἔστω καὶ ἀνάξιον λόγου, εἶναι εὐπρόσδεκτον καὶ εὐχάριστον) σύνηθ. Χάρισμα ξίδ’, γλυκὸ σὰ μέ’ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Τὸ καρβέλ’ ποὺ βγαίν’ μὲ τὸν κόπο ἔν᾿ γλυκὸν (ὅ,τι ἀποκτᾶται μετὰ μόχθου προσφέρει ἰδιαιτέραν χαρὰν εἰς τὸν ἀποκτὴσαντα τοῦτο) Πόντ. Ἡ γιˬ-ἀλωποῦ ὅdεν ἔτρωγε τὰ γυˬαλιˬά, ἦταν-ε-γλυκά, μὰ ὅdε τὰ κατούρησε, τὴ gόβγανε (ἐπὶ τῶν ἀποδιδόντων μείζονα τὴν ὑπὸ τῶν ἰδίων προξενηθεῖσαν ζημίαν) Κρήτ. (Κατσιδ. Μόδ.) Πβ. τὰς ἀρχ. «ἀποτίσεις, χοῖρε, γίγαρτα» καὶ «πλοῦτος ἀδίκως συναγόμενος ἐξεμεθήσεται». Ἔφαές τα γλυκέα γλυκέα, πικρὰ πικρὰ ἀνεξέρατα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Οἰν. Κάνει τὰ γλυκὰ πικρὰ (διαστρέφει τὰ πράγματα, ραδιουργεῖ) Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Προπ. (Κύζικ.) Ἄς κάμω τὰ πικρὰ γλυκὰ καὶ τὰ ζαβὰ ’ς γισιˬώσω (ἐπὶ ἐπανορθώσεως τῶν κακῶς κειμένων) Κύπρ. Ὅλα καλὰ καὶ τὸ μέλι γλυκὸ (ὅτι οὐδεὶς ἀποποιεῖται τὸ συμφέρον, τὸ κέρδος) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 191.206. Ξινὸ bορεῖ μὲ γλυκό, μὰ μὲ τ’ ἁλμυρὸ γλυκὸ δὲν κάνει (οἱ ἀντίθετοι χαρακτῆρες εἶναι ἀδύνατον νὰ συμβιώσουν) ’Ιόνιοι Νῆσ. || Γνωμ. Ὁ ὕπνος θρέφει τὸ παιδὶ κιˬ ὁ ἥλιˬος τὸ μοσκάρι καὶ κάνει τὸ γλυκὸ κρασὶ τὸ γέρο παλληκάρι Πελοπν. (Μάν.) ’Σ τοὺγ γέρουν dοὺ γλυκὸν gρασίν, τ’ ἄσπρα ’ς τοῦ παλληκάριν (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πελοπν. (Μάν.) Τ᾽ς γειτουνιˬᾶς τοὺ ψουμὶ γλυκώτιρου (ἐπὶ τῶν ἀγαπώντων τὰ ἀλλότρια) Μακεδ. (Βόιον). Γλυκὸ τὸ γάλα, τὸ τυρί, πικρὸ τὸ γιδοβόσκι (τὰ προϊόντα τῶν αἰγοπροβάτων εἶναι εὐχάριστα ἀλλ᾽ ἀπαιτοῦν κόπους) Πελοπν. (Πιτσᾶ). || Αἰνίγμ. Εἶναι βαρὺ σὰ σίδερο, | εἶναι γλυκὸ σὰ μέλι, οὔτε ’ς τὰ χέριˬα πιˬάνεται | οὔτε ᾿ς τὸ ζύγι bαίνει (ὁ ὕπνος) Μαθράκ. Βαρύ ’ναι σὰν τὸ σίdερο, | γλυκό ’ναι σὰν τὸ μέλι, μήτε ’ς τὰ χέριˬα πιˬάνεται | μήτε ’ς τὴν τσέπη bαίνει (τὸ αὐτὸ) Κρὴτ. (Σητ.) Γλυκὸ σὰ μέλι, | ’ς τὸ πιˬάτο δὲ bαίνει (τὸ αὐτὸ) Σῦρ. Μικρὸ κουτί, γλυκὸ φαΐ (τὸ καρύδι) Μακεδ. (Κατάκαλ.) Μικρὸ κουτ’λί, | γλυκὸ φαῒ (κουτ’λὶ=κουτουλὶ=κουτάκι· ὁμοίως τὸ καρύδι) Μακεδ. (Δεσκάτ.) Σγούρνα μου πελεκητή, | μαρμαρένιˬα τσαὶ χυτή, πὄχεις μέσα μαῦρα γίδιˬα | τσαὶ γλυκὸ γλυκὸ κρασὶ (τὸ καρπούζι) Πέλοπν. (Ξεχώρ.) || ᾌσμ. Ὅλο τὸν κόσμο γύρισα νὰ βρῶ γλυκὸ σταφύλι, γλυκώτερο δὲν εὕρισκα ἀπ’ τὸ δικό σου χείλι Βιθυν. Σᾶς ἤφερα γλυκὸ κρασὶ κι ὄμορφα παλληκάριˬα Ἤπ. (Κόνιτσ.) Τοῦ Καλομάστου τὸ νερὸ ἔναι γλυκὸ σὰ μέλι, τὸ πίνουνε οἱ τσοπανοὶ τσαὶ γίνονται ἀντζέλοι Σκῦρ. Ἡ ἀγάπη εἶναι γλυκε͜ιὰ | καραμέλα ’ς τὴν καρδιˬὰ Πέλοπν. (Μαραθ.) Καὶ δῶσ’ τους τὸ γλυκὸ κρασὶ ποὺ τό ’χω φυλαγμένο, νὰ πιˬοῦνε νὰ μεθύσουνε οἱ χρυσοσυμπεθέροι Πέλοπν. (Κονάκ.) Τζαὶ φέρ’τε μου γλυτὺν κρασὶν τ’ ἀβρούγιˬον ποξαμάτιν, νὰ κάμω μιˬὰν παρηορκιˬὰν γιˬὰ νὰ σταθῇ ’ς τὸν κόσμον (ἀβρούγιον=ἀφρούγιον=εὔθραυστον) Κύπρ. Τὰ χιˬόνια ἀλεύριˬα νὰ γενοῦν καὶ τὰ βουνὰ βουβάλιˬα, ἡ θάλασσα γλυκὸ κρασὶ νὰ πιˬοῦν τὰ παλληκάριˬα Πελοπν. (Καρυόπ.) Τ’ ἀδέρφιˬα μ’ εἶν᾽ τὰ κλήματα κ’ ἐγὼ γλυκὸ σταφύλι Κρήτ. Οὕλτα τ’ ἀμbέλτσα γύρισα νὰ βρῶ γλυτσὺ σταφύλ dι, δὲν ηὗρα καλλιώτ-ερο μ-bὸ τὰ δικά σου είλη ’Αστυπ. Κάνω dαβᾶ τσῆ μοίρας μου, ἁποὺ μὲ βασανίζει, τρία πρικιˬὰ κ’ ἕνα γλυκὺ τὴν ὥρα μὲ ποτίζει Κρήτ. Μωρὴ ρακή, γλυκὴ ρακή, ποὺ σ’ ἔχει τὸ παγούρι, ἐγὼ σὲ πίνω γιˬὰ καλὸ κ’ ἐσὺ μὲ πᾷς ’ς τὸν τοῖχο Ἤπ. (Δωδών.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. β) Ὁ ἐλάχιστα ἁλατισμένος σύνηθ.: Γλυκὸ εἶναι τὸ τυρί σου. γ) Μεταφ., ὁ προσφιλὴς, ἀγαπητός, ὁ προξενῶν εὐχαρίστησιν, οἱονεὶ γλυκύτητα εἰς τὸν βλέποντα, ἀκούοντα ἤ ἀπολαμβάνοντα τοῦτον, ἐπὶ ἐμψύχων καὶ ἀψύχων κοιν. καὶ ᾿Απουλ. (Καλημ. Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ (Ἴμερ. ’Ινέπ. Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ κ.ἀ.): Γλυκε͜ιὰ μάννα-μαννούλα (προσφιλὴς μήτηρ)-γλῶσσα-κουβένα κοιν. Γλυκὰ μάτιˬα,-χείλη,-φιλιˬά,-λόγιˬα, γλυκε͜ιὰ ἀγάπη (=ἔρως). Ἔχει γλυκὸ στόμα (=εἶναι εὐπροσήγορος) κοιν. Γλυκε͜ιὰ θύμηση,-ἀνάμνηση λόγ. κοιν. Γλυκὸς ὕπνος (=εὐχάριστος), γλυκε͜ιὰ μέρα,-αὐγή, γλυκὸ πρωινό, γλυκὸς ἄνθρωπος Συνών. ἀλαφροήσκιˬωτος, εὐχάριστος. Γλυκε͜ιὰ γυναῖκα, γλυκὸ τραγούδι,-κελάδημα γλυκε͜ιὰ μυρουδιˬὰ κοιν. γλυκε͜ιὰ ἀλοιφὴ (ἀλοιφὴ ἐξ ἐλαίου κοινοῦ καὶ μαστίχης) Προπ. (Πάνορμ.) Πβ. Θεόφρ., Φυτ. αἴτ., 6.14.12 «ἔστι γάρ, ὥσπερ ἐν χυμοῖς, οὕτω καὶ ἐν ὀσμαῖς γλυκύτης». Γλυκοὺ καβγὶ (=ἀγαπητὸν τέκνον) Χαβουτσ. Τ’ κά’ τὰ γλυκὰ μάτιˬα (=ἐρωτοτροπεῖ) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Γλυκέσσα κόρη Κερασ. Γλυκέα κάλλ αὐτόθ. Γλυκὸ ὕπρε (γλυκύς, εὐχάριστος ὕπνος) Μέλαν. Πατρούνα γλυτσεῖα (Πατρούνα=Παναγία) Μπόβ. ’Δὲ τοῦτον τὸ μωρὸν εἶντα γλυτὺ ποὺ ἔνι Κύπρ. (Πεδουλ.) Γλυτά μου μαννούλα, ᾿ς τὸμ πέλεμομ πάω καλὰ ’Αστυπ. Γλυκά ’ταρ ἁ φωνά σι (γλυκεῖα, εὐχάριστος ἦταν ἡ φωνὴ σου) Χαβουτσ. Δοξάσω σε, Θεέ μου, εἶντα γλυτὺν ὕπνον ἐτοιμήχηκα (ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. Ἔν᾿ gλυτσέα τούτη νύφτα τσαὶ ὥριˬα (=εἶναι γλυκειὰ αὐτὴ ἡ νύχτα καὶ ὡραία) Καλημ. Τό ’νόμα τη ’ὸ γλυτζέο (=τ’ ὄνομά της τὸ γλυκὺ) αὐτόθ. ’Ακούστην ’ς εὐτὺς ἕνα γλυτσὺ λάλεμα σὰν τραγούδι Σινασσ. Τ’ εἶδεν τον μ’ ἕναν ’δεῖν γλυτὺν Κύπρ. Τὸ στόμα σου νὰ τό ᾽χης γλυκὸ σὲ ὅλους (νὰ εἶσαι πρὸς ὅλους εὐπροσὴγορος) Ἤπ. Μὲ γλυκὸ μάτι μᾶς κοίταζε τὸ φεγγάρι Γ. Ψυχάρ., Ταξίδ3’, 117. Γιˬὰ νὰ μᾶς φανῇ πιˬὸ γλυκώτερη τοῦ ἐρχομοῦ ἡ γλύκα Γ. Βλαχογιάνν., Λόγ καὶ ἀντίλογ., 65 || Φρ. Φέρνεται-μιλάει μὲ τὸ γλυκὸ (κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ τρόπος· ἠπίως, εὐπροσηγόρως) κοιν. Τὸν πῆρε μὲ τὸ γλυκὸ (ἐνν. τρόπο· τοῦ ὡμίλησε μὲ μειλιχιότητα) Πέλοπν. (Κορινθ.) Ἄφ’σ’ τα ’ς τὸ γλυκὸ (μὴ ἐρεθίζεσαι περισσότερον ἐπὶ τῆς ἀνάγκης νὰ τερματισθῇ χρονίζουσα δυσάρεστος κατάστασις) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Γλυκὸς (=ποθητός, εὐπρόσδεκτος) εἰς φρ. ὡς: Γλυκός, γαμπρέ μ᾽, γλυκός, κουμπάρ’ μ’ (ἐνν. νὰ ἔρχεσαι ἢ νὰ εἶσαι, ὡς σύστασις πρὸς ἄτομον τὸ ὁποῖον κάμνει συχνὰς τὰς ἐπισκέψεις καὶ ἑπομένως καθίσταται ὀλιγώτερον εὐπρόσδεκτον) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Ἡ ζωὴ εἶναι γλυκε͜ιὰ (ἔχει τέρψεις, ἀπολαύσεις· πβ. τὸ παρ᾽ Ὁμὴρ. ε 152 «κατείβετο δὲ γλυκὸς αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ») κοιν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι γλυκε͜ιὰ (πᾶν τὸ ἀπηγορευμένον προσελκύει περισσότερον τοῦ μὴ τοιούτου) πολλαχ. Ὄνειρα γλυκὰ (εὐχὴ πρὸς μεταβαίνοντα νὰ κοιμηθῇ) κοιν. Ὄνειρα γλυκὰ καὶ μάτιˬα γουρλωμένα (εἰρων. πρὸς ἄτομον φιλικὸν, μεταβαῖνον δι᾿ ἀνάπαυσιν) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γλυκὰ τὰ χρόν σ᾿ ! (εὐχὴ πρὸς ἐπισκέπτην, ὅταν τοῦ προσφέρεται γλύκυσμα) Ἴμερ. Ὅλα γλυκά! (εὐχὴ πρὸς οἰκείους προσενεγκόντας γλυκὸ εἰς τὸν ἐπισκέπτην) Βιθυν. (Τρίγλ.) Νὰ τὸν δοῦμι μὶ τοὺ γ’κὸ σπ’ρὶ (ἀρά· γλυκὸ κατ’ εὐφημισμ.=κακὸ) Μακεδ. (Σισάν.) Èδ δών-νει ποτ-έ του γλυκὰ είλη (ἐπὶ δυστρόπου καὶ αὐστηροῦ ἀτόμου) Σύμ. Γλυκὸ σάλιˬο δὲν ἤκαμε μαζί του (ἐπὶ κακῆς συμβιώσεως) Μύκ. || Παροιμ Ἡ γλυκε͜ιὰ γλῶσσα βγάζει τὸ φίδι ἀπ’ τὴν τρῦπα (οἱ εὐχάριστοι λόγοι καὶ γενικῶς οἱ μειλίχιοι τρόποι ἐπιτυγχάνουν ἀκόμη καὶ δύσκολα) πολλαχ. Ἡ γλυκε͜ιὰ γλῶσσα βγάλλ’ τ᾽ ὀφίδ’ ἀσ’ σὸ τρυπὶν (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Τραπ. Ἡ γλυκε͜ιὰ ἡ γλῶσσα βυγιˬαίνει δύο βυζία, ἡ ἄσκημη καένα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν.(Μάν.) Ὅπο͜ιους ἔ’ γλῶσσα γ’κε͜ιὰ παίρ’ κὶ τὰ π᾽λλιˬὰ ᾿π ’ν κλουσαρεˬὰ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (᾿Εράτυρ.) Γλυκὸς ὁ ὕπνος τὸ πρωΐ, | γυμνὸς ὁ κόλος τὴ Λαμπρὴ (ἡ ὀκνηρία συνεπάγεται πενίαν) πολλαχ. Γλυκὸς ὁ ὕπνος τὴν αὐγή, | ζόρκος ὁ Γιˬάννος τὴ Λαbρὴ (ζόρκος=γυμνός· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) ’Ιθάκ. Εἶνι γλυκειὰ ἡ τιμπιλιˬά, (μὰ φέρνει κὶ ξιλιγουριˬὰ (ξιλιγουριˬὰ=πεῖνα· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Χαλάστρ.) Λόγιˬαλ λία ταὶ ζωὴ γλυτὰ (ὁ τηρῶν τὸ μέτρον εἰς τούς λόγους του διαβιοῖ εὐχαρίστως) Κύπρ. Τὸ μέ’ εἶι γλυκό, ἀλλὰ ἡ μιλίσσα τσιˬουμπάει (μὲ κόπον πολύν ἀποκτῶνται τὰ ἀγαθὰ) Μακεδ. (’Εράτυρ.) Τὰ γλυκὰ ξινίζουνε (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) ’Ιόνιοι Νῆσ. Τοὺ γλυκὸ ψουμὶ τρώιτι κὶ μὶ ξίδ’ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) αὐτόθ. Γλυκὸ ψουμὶ σὶ πικραμέ’ τάβλα (τὸν πλοῦτον δὲν συνοδεύει πολλάκις ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία) Στερελλ. (᾽Αχυρ.) Τ’ς γειτουνιˬᾶς τοὺ ψουμὶ γλυκώτιρου (ἐπὶ τῶν ἀγαπώντων τὰ ξένα περισσότερον ἀπὸ τὰ ἰδικά των) Μακεδ. (Βόιον). Τὰ γλυκὰ πο͜ιός τὰ βαρε͜ιέται; (πάντες ἐπιθυμοῦν τὰ ἀγαθὰ) ’Ιόνιοι Νῆσ. Ἡ τιμπιλιˬὰ δὲν ξέρ’ πόσου γλυκὸ εἶι τοὺ μέ’ (ἄνευ κόπων εἶναι ἀδύνατος ἡ ἀπόκτησις ἀγαθῶν) Μακεδ. (᾽Εράτυρ.) Ἡ γι-ἁμαρτία εἶναι γλυκε͜ιὰ τὴν ὥρα ποὺ τὴν κάνεις, μὰ ἔρχεται μετανο͜ιωμὸς καὶ μαῦρα δάκρυυˬα βγάνεις Κρὴτ. (Μόδ.) || Γνωμ. Μηδὲ γλυκὸς καὶ φά’σι σε, πικρὸς καὶ ρίξουσί σε (ὅτι πρέπει νὰ τηρῇ τις μέτρον εἰς τὰς πρὸς τοὺς ἄλλους σχέσεις του· πβ. τὸ ἀρχ. «μέτρον ἄριστον») Κρήτ. Τὸ bολὺ γλυκὺν ἄθρωπο τόνε τρῶν οἱ μυῖες (συνών. μὲ τὴν προηγούμ.) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Μὲ τοὺς πολλοὺς ὁ χάρος ἔν’ γλυτὺς (ὁ κοινὸς κίνδυνος εἶναι ὀλιγώτερον ὀδυνηρὸς τοῦ ἀτομικοῦ) Κύπρ. Τὸ γλυκὺν ἡ γλῶσσα ἔν’, τὸ ἐδῶκεν ὁ Θεὸς ’ς σὸν ἄρθωπον (τὸ ἐδῶκεν=αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἔδωκεν) Χαλδ. Ἀπ’ ὅλα τὰ γλυκώτερα γλυκώτερο ἡ μάννα πολλαχ. Καὶ μὲ τὰ χίλιˬα βάσανα πάλι ἡ ζωὴ γλυκε͜ιὰ εἶναι σύνηθ. Συνών. Καὶ μὲ τὰ χίλιˬα βάσανα καλὸς ὁ ἀπάνου κόσμος. Πβ. καὶ Εὐριπ., ’Ιφιγ. ἐν Αὐλ., 1250 «τὸ φῶς δ’ ἀνθρώποισιν ἥδιστον βλέπειν, | τὰ νέρθε δ’ οὐδέν· μαίνεται δ᾽ ὃς εὔχεται θανεῖν» || ᾌσμ. Ζάχαρη ’ν τὸ μίλημά σου κ’ ἡ κουβένdα σου γλυε͜ιὰ κιˬ ὁ ἄνdρας πού ’χεις ’έν ταιριˬάζει ’ς τὴ ’ική σου ἀνgαλιˬὰ Κάσ. Πρῶτα σ’ ἀφίνω ’ς τὸ Θεὸ καὶ δεύτερα ’ς τοὺς ἅγιˬους καὶ παραδευτερώτερα ’ς τὴν ἐγλυκε͜ιάν μου μάννα Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ὄχι, μαννούλα μου γλυκε͜ιά, | δὲν τὸ ξεδιˬάλυνες καλὰ (ἐνν. δὲν ἐξήγησες καλὰ τὸ ὄνειρό μου) Πελοπν. (Μαραθ.) Μωρὴ γλυκε͜ιά μου πεθερά, μωρὴ γλυκε͜ιά μου μάννα, λίγο νερὸ δῶσ’ μου νὰ πιˬῶ, νὰ πιˬῶ νὰ ξεψυχήσω Ἤπ. (Κωστάν.) Ὤ οὐρανὲ πατέρα μου ταὶ γῆς μάννα γλυτε͜ιά μου, νὰ μὴν τὰ πάθῃ χριστιˬανὸς τὰ πάθη τὰ δικά μου Χίος. Μάρθα κλαίει καὶ Μαρία | ἔξου ἀποὺ τὴ Βεθανία Λάζαρου τοὺν ἀδιρφό τους | κὶ γλυκὺ τοὺ gαρδιˬακό τους Ἤπ. (Κόνιτσ.) Ἄ’ σοῦ ’παν πὼς δὰ σ᾿ ἀρνηθῶ, γλυκύτατη μ’ ἀγάπη, τό ’καμα, χαιˬδεμένη μου, γιˬὰ τῶν ὀχτρῶν τὸ μάτι Κρὴτ. Εἶντα γλυκὰ φιλήματα πὄχουν οἱ κοπελ-λοῦες Κύπρ. Εἶεν καὶ μιˬὰν περπατησιˬάν, | ὅπως τοῦ περδικιˬοῦ γλυτὰν αὐτόθ. Μέσ’ ’ς τό bα dου, μέσ᾿ ’ς τό ’βγα dου κόβγει τσὶ δυˬὸ χιλιˬάδες, μέσ’ ’ς τὸ γλυκύ dου ’ύρισμα κανένα δὲν εὑρῆκε Νάξ. (’Απύρανθ.) Χίλιˬα φλωριˬὰ τ’ ἀγόρασα γιˬὰ τὴ γλυτσά του γλῶσσα Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Θαρρεῖς ταὶ ἤσουν bλίσιος νὰ μᾶς χαρίσῃς γρόσα, ταὶ σὺ μᾶς ὑποχρέων-νες μὲ τὴ γλυτά σ-σου γλῶσσα (bλίσιος=πλούσιος) Μεγίστ. Πιˬὸ νόστιμα εἶναι τὰ κλάματα, γλυκὰ τὰ μοιρολόγιˬα Πελοπν. (Καρβελ.) Σήκω, Σοῦσα μου, κιˬ ἄνοιξε κ’ ἐγὼ μένω ’ς τὴ gλίνη, γιˬατὶ ὁ ὕπνος εἶν᾽ γλυκός, νὰ φύγω δέ μ’ ἀφίνει ’Ερεικ. Οἱ καλουγρὲς ’πὸ φίλησι ξιμιτρημὸ δὲν ἔχ’ι, μὰ σὰν τῆς Βλάχας τοὺ φιλὶ γλυκώτιρου δὲ ἔχει Θεσσ. (Κρὴν.) Δοξάζω σε, γλυτὲ Θεέ, ταὶ σὲν ταὶ τ’ ὄνομά σου Κύπρ. Ἅν ὥριˬο κορασάι | μὄκλεφτε τὴν καρdιˬὰ ἔχει gλυτσέο τ’ ἀμμάι | τσαὶ μαῦρα τὰ μαλλιˬὰ (ἃν=ἕνα) ᾿Απουλ. (Τσολλῖν.) Διψᾷ κ’ ἐμὲ ἡ καρδοῦλα μου γιˬὰ ’να γλυκὸ σταφύλι, γλυκώτερο δὲν εὕρηκα ’πὸ τὸ δικό σου ἀχείλι Κέρκ. (Νυμφ.) Νά ’χα φτερὰ πελιστερά, νὰ πέτου ’ς τὸν ἀέρη, νά ’ρχουμου πρὸς ἀντάμωση, γλυτσύτατό μου ταίρι Ἴος. Ὕπνε, γλυὺ αὶ πᾶρε το ι ἄμε αὶ οίμισέ το (βαυκάλ.) Κρήτ. (’Ανατολ.) || Ποιήμ. Ὁ ἄγγελος ἴσως, | ποὺ πῆρε τὸ μίλημα, τῆς πῆρε μὲ φίλημα | γλυκὸ τὴν ψυχὴ Δ. Σολωμ., 107. Μέσ’ ’ς τὴ γλυκύτατη ἀτμόσφαιρα σαΐτα γοργὴ ἦταν ἡ νιˬότη του Δ. Οἰκονομ. εἰς ’Ανθολ. Η. ᾿Αποστολίδ., 280. δ) Ἤπιος, μαλακός, ἀμβλὺς κοιν. καὶ Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Τσακων. (Μέλαν κ.ἀ.): Γλυκὸς καιρὸς (ἤπιος) κοιν. Γλυκὸ τσαιρὲ (ὁμοίως) Μέλαν. Γλυκὸ χιˬόνι Πελοπν. (Γαργαλ. Λακεδ κ.ἀ.) Γλυκὸ χτένι (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σκληρὸν) Νάξ. (’Απύρανθ.) Γλυκε͜ιὲς ξυλιˬὲς Ἤπ. Γλυκὰ ἀγκάθιˬα (τὰ ἔχοντα ποιάν τινα ἐλαστικότητα, ἑπομένως ὀλιγώτερον ὀδυνηρὰ) Εὔβ. (Στρόπον.) Γλυκὸς πόνος (=ἤπιος) κοιν. Γλυκὸς τρόπος (ἤπιος, εὐπροσὴγορος) κοιν. Γλυκε͜ιὰ ἀλοιφὴ (=εἶδος ἀλοιφῆς δι᾿ ἐγκαύματα) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γλυκὸς ἀέρας (ὁ οὐχὶ ψυχρὸς) ᾽Ιων.(’Ερυθρ.) Μάρτης γλυκὸς (ὡς φέρων εὐχάριστον ὕπνον) ᾽Αθηνᾶ 36 (1924), 202. Συνών. φρ. Μάρτης γλυκοκοιμησιˬάρης. Εἶν’ γ’κὸς οὑ κιρὸς σήμιρα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γλυκοὶ βρόντοι Γ. ’Επαχτίτ., Ἱστορ., 36. Νὰ κάμω μίαν μόρτη γλυκεῖα (νὰ κάνω ἕνα γλυκύν θάνατον) Χωρίο Βουν. ε) Ὁ ἀντιπαθητικὸς Σίφν.: Αὐτὸς είναι γλυκὸς καὶ γιˬ᾿ αὐτὸ τόνε βαρε͜ιοῦμαι. στ) ’Επὶ ἱστιοφόρου πλοίου, τὸ εὐαίσθητον εἰς τὸν ἄνεμον ’Ιθάκ.: Τοῦτ᾿ ἡ βάρκα εἶναι ἀδέξα, μὰ εἶναι γλυκε͜ιά. ζ) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν δυτῶν, κατ᾿ εὐφημισμὸν τὰ βαθιˬὰ νερά, ἑπομένως ἐπικίνδυνα διὰ τὸν δύτην Θεσσ. (Τρίκερ.): Ἔπεσε σὲ γλυκὰ νερὰ (=προσεβλὴθη ἐκ τῆς νόσου τῶν δυτῶν) η) Γλυκὰ ματάκιˬα, εἶδος καλλωπιστικοῦ φυτοῦ Στερελλ. (Χρισ.) Β) Οὐσ. θηλ. 1) Εἰς τὸν πληθ., γλυκε͜ιές, γλύκυσμα ἐξ ἀλεύρου, καρύων καὶ σταφιδομέλιτος Μακεδ. (Βόιον). β) Μεταφ., ἡ ἐκ μητρὸς μάμμη ’Ικαρ. Λέρ. Πάτμ Σύμ.: Ἦρτε μιˬὰ φορὰ ἡ γλυτε͜ιά μου ’ς τὸ σπίτι Πάτμ. γ) Ἡ μάμμη ἐν γένει ’Αγαθον. Φοῦρν. Πάτμ.: ’Εμεῖς πρῶτα τὶς λέαμε γλυκε͜ιάδες ’Αγαθον. Συνών ἄμιˬα 3, βαβὰ 1, βαβούλω, βάβω 2, γιˬαγιˬὰ1, καλή, καλομάννα, κυραμάννα, κυράτσα, κυρούλα, λαλά, λάλη, μάκα, μάκω, μάλε, μαλέκω, μάλη, μαμμή, μάμμη, μαμμοῦ, μαννάκα, μάννα καλή, μαννάκι, μάννα τρανή, μάννη, μαννιˬά, μαννίτσα, μαννοῦ, μεγάλη, μπάμπω, νάννα, νεννέ, νιˬάνιˬα, νόννα, παλιˬά, στετέ, τρανέσσα μάννα, τρανή, τρανίκω,τσαρά, τσάτσα. δ) Κατ’ ἐπέκτ., η ἡλικιωμένη γυνὴ Ἀγαθον. κ.ἀ. Συνών. γερόντισσα (εἰς λ. γέροντας 1), γιˬαγιˬά, κυρά, κυρούλα, μπάμπω 2) Εἶδος ἐντόμου ὁμοιάζοντος πρὸς τὴν μέλισσαν ἀλλὰ μεγαλύτερον ταύτης Σῦρ. 3) Εἶδος δένδρου Μακεδ. (Ἄνω Κώμ.) 4) Κατ’ εὐφημισμ. εἰς ἑν. καὶ πληθ., ἡ λοιμικὴ νόσος βλογιˬὰ ’Ιων. (Σμύρν. Φώκ.) Λευκ. Μακεδ. (Ἀρν. Νάουσ. Σέρρ. Χαλκιδ. κ.ἀ.): Αὐτὸς χύνει τσὶ γλυκε͜ιές του Σμύρν. Συνών. ἀργυρὴ (εἰς λ. ἀργυρὸς 4), βλάττα 3, βλογημένη (εἰς λ. βλογῶ Β3), βλογιˬὰ 9, βράσα, γλυκαμένη (εἰς λ. γλυκαίνω 6), γλυκιˬασμένη, μελιτάτη. β) Ἡ παιδικὴ νόσος ἀνεμοβλογιˬὰ Θρᾴκ. (Μαΐστρ.) γ) Ἡ παιδικὴ νόσος ἱλαρὰ Ἤπ. (Δωδών.) Μακεδ. (᾽Αρν. Βέρ Ριζώμ. Φυτ.) Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Σῦρ. Φολέγ. Φοῦρν.: Ἔχουν πουλὺ πυριτὸ τὰ παιδιˬά μ᾽· τά ᾿πιασιν ἡ γλυκε͜ιὰ Φυτ. Συνών. κοκκίνα, κοκκινίτσα. 5) Καθ’ ἑν. ἢ πληθ., ἡ ἐξανθηματικὴ νόσος τοῦ δέρματος τῆς κεφαλῆς, τοῦ προσώπου καὶ τοῦ ἔξω μέρους τῶν ὤτων τῶν νηπίων καὶ τῶν μικρῶν παίδων, μολυσματικὸν κηρίον Ζάκ. Ἤπ. (Ἄγναντ. Ζαγόρ. Θεσπρωτ. ’Ιωάνν. Πωγών κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ.) Κρήτ. (Ἔμπαρ. Μεραμβ. κ.ἀ.) Νάξ. (Τσικαλαρ.) Πελοπον. (Γέρμ. Λεῦκτρ. Μεσσην.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ρόδ. Χίος -Λεξ. Βάιγ Αἰν.: Μὶ τ’ ἀγριουτσάι κάναμαν κι ἀ’φὴ γιˬὰ τ᾿ς γλυκε͜ιὲς τοῦ bιδιˬῶν Ἄγναντ. ’Εγέμισε γλυκε͜ιὲς τὸ παιδί μου καὶ πάω νὰ τὸ γητέψουν Μεραμβ. ᾽Εγέμισενε τὸ παιδί μου γλυτσε͜ιὲς τσαὶ θένε ᾽ήτεμα Τσικαλαρ. || ᾎσμ. Ὅλους τοὺς καλοὺς καλοῦνε, | τὴ γλυκε͜ιὰ δὲ dὴ καλοῦνε, γιˬατὶ βρωμεῖ, γιˬατὶ σκανεῖ, | γιˬατὶ τὴ νιˬότη καταλεῖ (ἑξ ἐπῳδ. σκανεῖ=προκαλεῖ ἀποστροφήν, βρωμεῖ) Α. Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. ’Ιω. Σταφιδᾶ, ’Ιατροσόφ. (ἔκδ. É. Legrand, B.G.V., 2,7) «πρὸς τὰ λεγόμενα γλυκέα τὰ γίνονται εἰς τὴν κεφαλήν, ἅτινα καλοῦσιν αἱ γυναῖκες γλυκέα». Βλ. καὶ Δουκ. εἰς λ. γλυκέα τὰ. Συνών. γλύκα 5, γλυκάντσιν 3, γλυκήτρ, σάγουρο, σαγρί, σάγριο. 6) Ἡ δερματικὴ ἀσθένεια ἕρπης τῶν χειλέων καὶ τοῦ προσώπου Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.): Τὸ παιδὶν ἐξέγκεν γλυκέας ᾿ς σὰ είλ’. Τὸ μωρὸν ἐμουν ἐξέγκεν γλυκέας Συνών. ξέχυμα. 7) Ὁ ζαχαρώδης διαβήτης Κεφαλλ. 8) Εἰς τὸν πληθ. γλυκε͜ιές, ἡ δερματικὴ ἀσθένεια λειχῆνες τοῦ προσώπου Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) 9) Νόσος τῶν αἰγοπροβάτων Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Συνών. γλυκαδιˬάρι, γλυκό. Γ) Οὐσ. οὐδ. 1) Πᾶν εἶδος γλυκύσματος εἰς στερεὰν ἢ ρευστὴν κατάστασιν, ἐκ καρπῶν, ἀνθέων, φλοιῶν, μετὰ σιροπίου ζαχάρεως παρασκευαζόμενον κοιν. καὶ ᾽Απουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Πόντ.(Οἰν. Τραπ Χαλδ.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ. κ.ἀ.): Γλυκὸ καρυδάκι-κεράσι-κίτρο-κυδώνι-λεμόνι-μαστίχα-νεράντζι-πορτοκάλλι-σταφύλι-τριαντάφυλλο (ἤτοι παρεσκευασμένον μὲ μικρὰ πράσινα καρύδια, κεράσια κ.τ.τ.) κοιν.: Γλυκὸ βότε (γλυκὸ μὲ σταφύλι) Μέλαν. Γλυκὸ βύσσινε (γλυκὸ παρεσκευασμένον μὲ βύσσινον) αὐτόθ. Γλυκὸ τοῦ͵ κουταλιˬοῦ-τῆς κούπας-τοῦ ταψιˬοῦ κοιν. Γλυκὸ καρυδᾶτο-κυδωνᾶτο (μὲ καρύδι, μὲ κυδώνι) Πελοπν (Λάστ.) Δὲν τοῦ ἀρέσουν τὰ γλυκὰ κοιν. ᾽Αγαπάει πολὺ τὰ γλυκὰ κοιν. Κάν-νει γλυέα (παρασκευάζει γλυκύσματα) Καλημ. Ἔφαγι τὰ ζαχαρωτά τ᾿ς ἤπγι καὶ τὰ γλυκά τ᾿ς Θρᾴκ. (Αἶν.) || Φρ. Βγάζω γλυκὸ (βγάζω=προσφέρω) κοιν. Δὲ βγάζει γλυκό, γιˬατὶ ἔχει πένθος κοιν. || Παροιμ. Ἤ μὲ τὸ γλυκὸ ᾿ς τὸ στόμα | ἢ μὲ τὸ πουγγὶ ’ς τὸ χέρι (περὶ τοῦ καλυτέρου τρόπου πρὸς ἐπιτυχίαν ἐπιδιωκομένου σκοποῦ) Ἤπ. Σήκω, κερά, τὸ γλυκὸ καὶ μὴ dὸ τρώγω (ἐπὶ τῶν ἀδυνατούντων νὰ καταστείλωσι την λαιμαργίαν των) Α. Ρουμελ (Σωζόπ.) Πβ. Ν. Πολίτ., Παροιμ., 3.680. || ᾎσμ. Τέσσερα πορτοκάλλιˬα κ’ ἕνα κουτὶ γλυκὸ νὰ στείλ’ ἡ Παναγιˬώτα ’ς τὸν ἀγαπητικὸ Πελοπν. (Παιδεμ.) β) Ζαχαρόπηκτον γλύκυσμα, τὸ ἄλλως λεγόμενον κουφέτο Κεφαλλ. γ) Τὰ κατὰ τὸν γάμον καὶ τὴν βάπτισιν προσφερόμενα γλυκύσματα Πάτμ. Πελοπν. (Ἄρν. Λάκων. Μεσσην. Τριφυλ. κ.ἀ.) δ) Εἶδος γλυκύσματος ἐξ ἀλεύρου καρύων καὶ σταφιδομέλιτος Μακεδ. (Βόιον κ.ἀ.) ε) Ἡ ἁιβασιλιάτικη πίττα Λευκ. στ) Ποικιλία οἴνου παρασκευαζομένου διὰ βρασμοῦ τοῦ γλεύκους Ἄνδρ. ( Γαύρ.) ζ) Οἶνος παρασκευασθεὶς ἀπὸ τὴν ἔκθλιψιν ἡμιξηρανθέντων εἰς τὸν ἥλιον σταφυλίων Σάμ. 2) Κατὰ πληθ., οἱ ὑπογνάθιοι, οἱ μασχαλιαῖοι, οἱ ὑπὸ τὸ περιτόναιον καὶ μεσεντερικοὶ ἀδένες ἀνθρώπων καὶ ζῴων ’Αθῆν. ’Αντίπαξ. ’Ερεικ. Ζάκ. ’Ιων. (Σμύρν.) Κάλυμν. Κέρκ. (’Αργυρᾶδ. Αὐχιόν. Κάβ. Κασσιόπ. Σιν. Σπαρτερ κ.ἀ.) Κρήτ. Κυκλ. Κύπρ. Μαθράκ. ᾽Οθων. Παξ. Πάτμ. Σῦρ. Τῆλ. Χίος -Λεξ. Βλαστ. 387: Πονῶ τὰ γλυκά μου (ἔχω ἐρεθισμένους τούς ὑπογναθίους ἀδένας μου Πάτμ. Πονεῖ τὰ γλυκά του (ὁμοίως) Χίος. Μὲ πονοῦνε ὅλα τὰ γλυκὰ τοῦ λαιμοῦ ’Ερεικ. Ἔπεσε καὶ ἐβάρεσε τὰ γλυκὰ τοῦ λαιμοῦ του ᾽Οθων. ’Εσφάξαμε ἕνα μεγάλο ᾿ίδι καὶ μαειρέψαμε τὰ γλυκά του καὶ τὴ συκωταριˬὰ (’ίδι=γίδι) αὐτόθ. Συνών. ἀντερόγκλειση, γλυκάδιˬα (εἰς λ. γλυκάδι 2), ἔγλειση, ἐλιές 3) Οἱ ὄρχεις Πελοπν. (Γορτυν.) Συνών. ἀγγειˬὰ (εἰς λ. ἀγγε͜ιὸ 1) ἀμάλαγα (εἰς λ. ἀμάλαχτος 1γ), ἁμαρτωλὰ (εἰς λ. ἁμαρτωλὸς Β2), ἀμελέτητα (εἰς λ. ἀμελέτητος 1ιθ), ἀρχίδιˬα, ἀρχιδόβολα, ἀρχοντάδες (εἰς λ. ἄρχοντας Β2), ἀρχοντικὰ (εἰς λ. ἀρχοντικὸς Β4) ἀρχοντόπουλα (εἰς λ. ἀρχοντόπουλο 4), ἀχαμνὰ (εἰς λ. ἀχαμνὸς Γ2β), γείτονες, γλυκάδιˬα (εἰς λ. γλυκάδι 2δ), διδύμιˬα, κατσάκιˬα, κολοκύθιˬα, λιˬόκιˬα, ξυγγάκιˬα, τρυφερὰ (εἰς λ. τρυφερός), τρυφερούλιˬα (εἰς λ. τρυφερούλης). 4) Τὰ ἐντόσθια τοῦ ὀκτάποδος Λέρ. Συνών. γλυκάδιˬα (εἰς γλυκάδι 2β). 5) Τὸ εὐθὺς μετὰ τὴν ἄμελξιν γάλα, τὸ νωπὸν Πόντ. (Ὄφ.Τραπ. κ.ἀ.): Οὐκ ἔχομε γλυκὺ νὰ τρώγουμε Ὄφ. Συνών. ἀρμεξιˬὰ 3, ἀρμεχτάρικο, ἀρμεχτιˬάρικο (εἰς λ. ἀρμεχτιˬάρης 1), ἀρμεχτὸ (εἰς λ. ἄρμεχτὸς 2). 6) Ἡ νόσος ἐπιληψία, ὁ σεληνιασμὸς σύνηθ.: Τὸν ἤπιˬασε τὸ γλυκό του, τοῦ ἦρθε τὸ γλυκό του σύνηθ. Τὸν ἤπιˬασε τὸ γλυκύν του Κρητ. (Νεάπ.) || Φρ. Νὰ σὲ πιˬάση τὸ γλυκὺ! (ἀρὰ) πολλαχ. Νὰ σοῦ ’ρθῃ τὸ γλυκὺ! (ὁμοίως) πολλαχ. Νὰ dόνε πιˬάκῃ τὸ γλυκύ του Μαθράκ. Νὰ σὲ πιάσῃ τὸ γλυκὺ κιˬ ὁ μαλῖνος (=ρίγη) ᾿Ιθάκ. Νὰ τοῦ δώσῃ -νὰ τὸν ταράξῃ τὸ γλυκύ του Κύθηρ. Συνών ἀγγελικὸ 4, ἀγγελόκρουσμα 3, ἀγγελόσκιˬασμα 2, ἀμελέτητο (εἰς ἀμελέτητος ιδ), ἑφταλοήτικο (εἰς λ. ἑφταλογήτικος), καλό, καταραμένο, συγγενικό, ταραχτικό 7) ’Ισχυρὸς πόνος, ἄλγος Νάξ.: Ἤβγαλεν ἕνα σπυρὶ καὶ τοῦ τὸ σκίσανε, μὰ δὲ dοῦ ’δωκενε τὸ γλυκύ dου (=δὲν ἐπόνεσε πολύ). β) Πόνος τῆς κοιλίας ’Αθῆν. Κεφαλλ: Τό ᾽πιˬασε τὸ παιδὶ τὸ γλυκό του ’Αθῆν. -Λεξ. Δημητρ. 8) Δυσουρία Λεξ. Δημητρ. 9) Συγκοπῆ τῆς καρδίας Νάξ.: Φρ. Νὰ τοῦ ’ρθῃ τὸ γλυκύ dου (ἀρά). Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. 10) Ὁ ἄνθραξ Λεξ. Δημητρ. 11) Ὑπὸ τὸν τύπ. γλυκὸ σπυρί, ὁ ψευδάνθραξ Ἤπ. Μακεδ. (Νάουσ. Σισάν.): Ἔβγαλι τοὺ γλυκὸ σπ’ρὶ Σισάν || Φρ. Ὁ Θεὸς νὰ δώσ’ νὰ τὸν ἰδοῦμι μὶ τοὺ γλυκὸ σπ’ρὶ (ἀρὰ) αὐτόθ. Συνών. κακὸ σπυρί, καρβούνι. 12) Ἡ παιδική νόσος ἐρυθρά Πελοπν. (Γέρμ. Λεῦκτρ. Μάν. Μεσσην.): Τὸ παιδὶ χιˬούνει τὸ γλυκό του Γέρμ. Φάε ρόιδο νὰ βγάλῃς τὸ γλυκό σου Μεσσην. Συνών. κοκκίνα, κοκκινίτσα. 13) Τὸ ἐρυσίπελας Μακεδ. (Μελέν.) Νάξ. κ.ἀ. 14) Νόσος τῶν αἰγοπροβάτων προκαλοῦσα παράλυσιν τῶν ἄκρων Κάρπ. Κάσ. Συνών. γλυκε͜ιά, γλυκαδιˬάρι. 15) Σφοδρὰ ἐπιθυμία, πόθος διὰ τῆν ἀπόκτησίν τινος πολλαχ.: Τὸν ἔπιασε τὸ γλυκό του πολλαχ. Τὸν ἤπιασε τὸ γλυκύ του Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Τὸν ἔπιˬασε τὸ γλυκύ του γιˬὰ νὰ φυτουργήσῃ καὶ κεῖνος ἀμπέλι σὰν τὸ δικό μου (νὰ φυτουργήσῃ=νὰ φυτεύσῃ) Πελοπν. (Γαργαλ.) 16) Ὑπερβολικὴ ἔξαψις, ὀργή πολλαχ.: Τὸν ἔπιˬασε τὸ γλυκύ του (κατελήφθη ἀπὸ παράφορον ὀργήν) Κεφαλλ. Ἤπιˬασέ dονε τὸ γλυκύ dου (ὠργίσθη πολύ) Κρήτ. (Μεραμβ.) Σήμερα ἔχει τὰ γλυκά του Κεφαλλ. Μὴν τοῦ λὲς πολλὰ λόγιˬα, καὶ τὸ bιˬάνει τὸ γλυκύ του Παξ. Ἅμα μᾶς γλέπει ’ς τὴν ξώπορτά του, τὸν πιˬάνει τὸν γλυκύ του Πελοπν. (Γαργαλ.) || ᾎσμ. Ὁ ἄρχοντας νὰ ᾿δῇ καλό, τὸν πιˬάνει τὸ γλυκό του ᾿Ιόνιοι Νῆσ. 17) Ὁ σφοδρὸς καὶ ψυχρὸς ἄνεμος, κατ᾿ ἀκολουθίαν δὲ ὁ ψυχρὸς καιρὸς Ζάκ. Ἤπ. Κεφαλλ: Κάνει γλυκὺ Ἤπ. Ἔβαλε γλυκὺ Κεφαλλ. Φυσάει, μπάζει ἕνα γλυκύ ! αὐτόθ. ’Ετοῦτος ὁ ἀγέρας εἶναι ἕνα γλυκὺ αὐτόθ. 18) Εἴδη παιδιῶν, ἤτοι: α) Παιδιὰ κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπὶ ξύλου ἐμπεπηγμένου εἰς τήν γῆν, προσδένεται σχοινίον, τὸ ἕτερον ἄκρον τοῦ ὁποίου κρατεῖ εἷς τῶν παικτῶν, καλούμενος παππᾶς. Οὗτος διὰ λακτισμάτων ἐμποδίζει τούς ἐπιχειροῦντας νὰ λάβωσι τὸ ἐπὶ τοῦ ξύλου κρεμάμενον ἔνδυμα ἤ ζώνην. Ὁ λακτισθεὶς ὑποχρεοῦται νὰ λάβῃ τὴν θέσιν τοῦ παππᾶ, ἐνῷ ὁ κατορθώσας νὰ λάβῃ τὸ ἔνδυμα ἤ τὴν ζώνην, χωρὶς νὰ λακτισθῆ, πλήττει διά τούτων τὸν κρατοῦντα τὸ σχοινίον ’Ιων. (Κάτω Παναγ. Κρήν.) β) Ὑπὸ τὸν τίτλον γλυκὸ κρασάκι, παιδιά, κατά τὴν ὁποίαν οἱ παῖκται, κυκλοτερῶς καθήμενοι, κρατοῦν σχοινίον προσδεδεμένον που ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ἄκρου του, εἰς δὲ τούτων, γλυκὸ κρασάκι καλούμενος, εἰσέρχεται ἐντὸς τοῦ κύκλου καὶ προσπαθεῖ διαδοχικῶς νὰ συλλάβῃ τὰς χεῖρας τῶν ἄλλων παικτῶν, οἱ ὁποῖοι, πρὸς ἀποφυγὴν τούτου, παραιτοῦν τὸ σχοινίον. Ἐνίοτε, ὅταν εἷς ἐκ τῶν παικτῶν ἀφίνῃ τὸ σχοινίον, οἱ λοιποὶ παῖκται σύρουσι τοῦτο ἰσχυρῶς, ὥστε τὸ γλυκὸ κρασάκι νὰ πέσῃ κατὰ γῆς, κυλᾷ τὸ βαρέλι, ὡς λέγεται εἰς τήν παιδιὰν αὐτήν. Μετὰ τὴν ἔγερσιν τοῦ παίκτου, ἡ παιδιὰ ἐπαναλαμβάνεται μέχρις ὅτου οὗτος ἐπιτύχῃ τὴν σύλληψιν ἑνὸς ἀπὸ τοὺς παίκτας, ὁ ὁποῖος καὶ θὰ τὸν ἀντικαταστήσῃ Σάμ. γ) Εἷς τῶν παικτῶν, ὁριζόμενος διὰ κλήρου, καταγῆς καθήμενος, κρατεῖ τὸ ἄκρον βαμβακερῆς ζώνης, τὸ ἕτερον ἄκρον τῆς ὁποίας κρατεῖ ὁ ἐκλεγεὶς ὡς μάννα. Προσέρχονται ἔπειτα ἀνὰ εἷς οἱ λοιποὶ παῖκται καί, ἀστεϊζόμενοι ὄπισθεν τοῦ καθημένου, προσποιοῦνται ὄτι πίνουσιν ἐκ τῶν νώτων του. Μετὰ ταῦτα οἱ μὲν λοιποὶ παῖκται προσπαθοῦν νὰ κτυπήσουν τὴ μάννα διὰ τῆς χειρός, αὕτη δὲ νὰ κτυπήσῃ ἕνα τούτων, διὰ νὰ τὴν ἀντικαταστήσῃ εἰς τήν παιδιάν. 19) Κατὰ πληθ., οἱ δαίμονες Μακεδ. (Κοζ.) -Ν. Πολίτ., Μελέτ 2,480. Ἡ λ. καὶ ὡς ὄν. κύρ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλυκὺς Κύθν., ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γλυκὸς ᾿Αθῆν. Εὔβ. (Αἰδηψ. ᾽Αλιβέρ. Κύμ. Μαντούδ. Χαλκ.) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Θεσσ. (Λάρ.) Μακεδ. (Αἰγίν. Θεσσαλον. Καβάλλ. Κασσάνδρ.) Στερελλ. ('Αλίαρτ. Καμένα Βοῦρλ. Μαρκόπ.) Γλυκὺς Κεφαλλ. ᾽Εγλυκὸς Πελοπν. (Τριφυλ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Τοῦ Γλυκοῦ Εὔβ. (’Επισκοπ.) Τοῦ Γλυκοῦ ἡ bούdα ᾿Αντίπαρ. Τοῦ Γλυκοῦ ἡ Ἰλιˬὰ Μακεδ. (Κολινδρ.) Γλυκοὶ Εὔβ. (Κουρούν. Βρύσ.) Γλυκὸ Ἤπ. Ἴμβρ. Γλυκὺς Ἤπ. (Πάργ.) Γλυκὺς Κῶς (’Αντιμάχ.) Πελοπν. (Μάν.) Γλυκε͜ιὰ Ἤπ. (Ἄρτ.) Μακεδ. (Κοζ.) Πελοπν. (Γαλατ. Μάν Τριφυλ. κ.ἀ.) Γλυκὴ Ἤπ. (Καναλάκ. Μαργαρ.) Γλυκὺ Ἤπ. (Παραμυθ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Γλυκὸ Νερὸ ᾿Οθων. Γλυκὺ Νερὸ Ζάκ. (Μαρ.) Γλυκὺν Πηάδι Κίμωλ. Γλυτὺν Κύπρ. Τοῦ Γλυκιˬοῦ Κάλυμν. Γλυκὰ Νερὰ ᾿Αττικ. Γλυκιˬὰ Νερὰ Κρήτ. (Σφακ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/