αὐλὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐλὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αὐλὴ ἡ, (Ι) κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καππ. (Ἀραβάν). Πόντ. (᾿Ινέπ. Κερασ. Οἰν. Τραπ.) Τσακων. ἀδλὴ Τῆλ. ναυλὴ Καππ. (Σίλ.) Σύμ. κ.ἀ. νευλὴ Καππ. (Ἀνακ. Μαλακ. Σίλ. Φερτ. κ.ἀ.) Πληθ. αὐλάες Κάρπ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. αὐλή. Τὸ ναυλὴ ἐκ τῆς αἰτιατ. τὴν αὐλή, ὅθεν τὴ ναυλή.

Σημασιολογία

1)Ὁ πρὸ τῆς οἰκίας κατὰ τὴν εἴσοδον αὐτῆς ὑπαίθριος χῶρος, περιφραγμένος συνήθως διὰ τοίχου, τοῦ αὐλογύρου κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Μαλακ. Σίλ. Φερτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Οἰν. Τραπ.) Τσακων.: Φρ. Μοῦ ἔκαμαν τὸ σπίτι αὐλὴ (ἄνω κάτω ὡσὰν νὰ ἦτο αὐλὴ) πολλαχ. Κουτσουλισμένη αὐλὴ (εὔπορος οἶκος, ἔνθα δηλονότι τρέφονται ὄρνιθες) Πάρ. Τὸ κάματε αὐλὴ κιˬ ἁλώνι δῶ μέσα (δὲν ἀφήσατε τίποτε εἰς τὴν θέσιν του) Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) Μὲ εἶχαν αὐλὴ κιˬ ἁλώνι (κατέφευγον εἰς ἐμὲ καὶ τοὺς ἐβοήθουν) Πελοπν. (Μεγαλόπ.) || Παροιμ. Ὅταν διψάῃ ἡ αὐλή σου, μὴ χύνῃς ὄξω τὸ νερὸ (ὅτι ὀφείλει τις νὰ βοηθῇ τοὺς βοηθείας δεομένους οἰκείους του ἀντὶ τῶν ξένων· ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχοῦ) κοιν. Μαύρη κόττα ’ς τὴν αὐλή, ἄσπρη κυρὰ ’ς τὴν πόρτα (ὅτι ἡ νοικοκυρὰ πρέπει νὰ ἔχῃ κόττες μελανοῦ πτερώματος διὰ νὰ μὴ μελανειμονῇ αὐτὴ ἕνεκα πένθους) Εὔβ. (Κονίστρ.) || ᾌσμ. Σηκώσου, ξένο, μίσσεψε, σηκώσου, ξένο, φύγε, μὴ ξημερώσῃ, ξένο μου, κ’ εὑροῦ σε ’ς τὴν αὐλή μου Κάρπ. Σαρών-νω σας, αὐλάες μου, μείνετε σαρωμένες, ζυμών-νω σας ψουμάτσιˬα μου, μείνετε ζυμωμένα αὐτόθ. Συνών. αὐλαγὴ 1β, αὐλαία, αὐλογύρι, αὐλογύρισι 2, αὐλόγυρος 2. β)Χῶρος παρὰ τὸ ἀλώνιον ὅπου δένονται κατὰ τὴν νύκτα τὰ ἁλωνίζοντα ζῷα Θρᾴκ. Κρήτ.: Ἡ αὐλὴ τ’ ἁλωνιˬοῦ Κρήτ. γ) Περίφρακτος τόπος ὅπου σταβλίζονται τὰ πρόβατα ἢ ἄλλα ζῷα Ἀπουλ. (Καλημ.) Χίος. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. φρ. Ἀκαθίστου Ὕμνου «χαῖρε αὐλὴ λογικῶν προβάτων». δ)Ὁ ἡμικυκλικὸς χῶρος τοῦ ἁλωνίου ἑκατέρωθεν τοῦ λικμισθέντος σίτου Λῆμν.: Μαζέψαμι τοὺ σ’τάρ’ ’ς τ’ μέσ’ τ’ ἁλωνιˬοῦ κὶ κάναμι δυˬὸ αὐλές. ε)Ἐξώστης τῶν οἰκιῶν Σαμοθρ.: Σάπ’σι ἡ--αὐλή μας κὶ θὰ πέσουμ’ κἀμμιˬὰν οὕα (ὥρα). ς)Ὁ πρὸ τοῦ στάβλου ἢ τῆς οἰκίας ἀγρὸς ἀποβαίνων εὔφορος ἐκ τῶν ἀποχωρημάτων τῶν ζῴων καὶ συνεκδ. πᾶς εὔφορος ἀγρὸς Κάρπ. 2)Χῶρος ἐντὸς τοῦ χωρίου συνήθως περίφρακτος Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κάρπ. Κύπρ. κ.ἀ. Συνών. σώχωρο. 3)Ὁ περιβάλλων τὴν αὐλὴν τοῖχος Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Κοζ. Σιάτ.): Ἔπισιν ἡ αὐλὴ κὶ χρειάζιτι νὰ τ’ν κάμου Κοζ. Ρίχικιν ἀπουπάν’ τ’ν αὐλὴ Βλάστ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ὁμ. ι 184 «περὶ δ’ αὐλὴ | ὑψηλὴ δέδμητο κατωρυχέεσσι λίθοισι». Συνών. αὐλογύρισι 1, αὐλόγυρος 1, αὐλότοιχος. β)Τοῖχος οἱοσδήποτε Μακεδ. (Κοζ.): Τὰ σπίτιˬα μας τὰ χωρίζ’ μιˬὰ αὐλή. 4)Οἶκος ἐπισήμου τινὸς Κύπρ.: ᾎσμ. Πολλὲς αὐλὲς ἐύρισα, πολλὲς αὐλὲς ἔν’ ποῦ ’δα, σὰν τ’ Ἀλιάντρη τὴν αὐλὴν κἀμμιˬὰν αὐλὴν ’ὲν εἶδα, οἱ πόρτες ἔν’ ἀπὸ ψηφίν, οἱ τοῖχοι μὲ τὸν τόρνον. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ὁμ. δ 74 «Ζηνός που τοιῆδέ γ’ Ὀλυμπίου ἔνδοθεν αὐλὴ | ὅσσα τάδ’ ἄσπετα πολλά· σέβας μ’ ἔχει εἰσορόωντα».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/