γλυκοσαλιˬαρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοσαλιˬαρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοσαλιˬαρίζω ἐνιαχ. γλυκοσαλιˬαρζῴ Πάρ (Λεῦκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. σαλιˬαρίζω. Διὰ τὸν τύπ. γλυκοσαλιˬαρζῴ βλ. Ι. Κακριδ., Ὁ νόμ. τῆς ἀποβολ. τονουμ. φωνηέντων, ’Αθῆναι 1926, σ. 10 καὶ 13.

Σημασιολογία

Φλυαρῶ ἐρωτικῶς. Συνών. εἰς λ. γλυκοσαλιˬάζω 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/