γλυκοσαλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοσαλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοσαλίζω Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) ’Ιόνιοι Νῆσ. Κάρπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθν. Λευκ. Μύκ. ᾽Οθων. Σκῦρ -Α.Λασκαρᾶτ., Ποιήμ., 76. Στιχουργ. ,95. Γ. Ξενοπ., Τὸ Ζακυνθ. μαντήλι, 105 -Λεξ. Δημητρ. γλυκοσαλίζ-ζω Σύμ. γλυκοσαλίζ-ζου Εὔβ. (Κουρ.) γλυκουσαλίζου Ἴμβρ. Μακεδ. (᾿Αηδονοχ.) γλυκουαλίζου Ἤπ. (Ζαγόρ κ.ἀ.) Μέσ. γλυκοσαλίζομαι Κάρπ. γλυκουαλίζουμι Μακεδ. (Δεσκάτ.) Μετοχ. γλυκοσαλισμένος Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Κρήτ. ('Ηράκλ. Νεάπ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. σαλίζω, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ σάλιˬο.
Σημασιολογία
Α) ’Αμτβ. 1) Αἰσθάνομαι τὸν σίαλον γλυκύν, τρώγω γλυκύ τι ἔδεσμα, γεύομαι κάτι γλυκὸν καὶ τρέχουν τὰ σάλιˬα μου Ἴμβρ. Κύθν. 2) Μεταφ., αἰσθάνομαι εὐχαρίστησιν, λόγῳ ἱκανοποιησεως πόθου ἢ ἐπιθυμίας κ.τ.ὅ. Σύμ.: ’Εγλυκοσάλισεν τὴν πρώτην βολὰ καὶ γιὰ τοῦτον ἔρχεται πάλι. Συνών. γλυκαίνομαι, διὰ τὸ ὅπ. βλ. γλυκαίνω 5. 3) Λαμβάνω τέρψιν ἢ ἡδονήν, συνήθως μετὰ λύπην ἤ πένθος, χαίρω, διάγω εὐχαρίστως, εὐτυχῶ Εὔβ. (Κουρ.) Ζάκ. Ἤπ. (Ζαγόρ.) ᾿Ιόνιοι νῆσ. Κεφαλλ. Κρητ. Κύθν. Λευκ. Μακεδ. (’Αηδονοχ.) Μύκ. Σκῦρ. -Α. Λασκαρᾶτ., ἔνθ᾽ ἀν. Γ. Ξενόπ., ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Δημητρ.: Εὐτείνη ἡ γυναῖκα ποτὲ δὲν ἐγλυκοσάλισε Κεφαλλ. ’Απ’ τὸ gαιρὸ ποὺ παdρεύτ’κε, δὲν ἐγλυκοσά’σε Λευκ. ᾿Απήτις καὶ ἀπόθανε ὁ ἄdρας τση, δὲν ἐγλυκοσάλισε Κρήτ. Δὲν ἐγλυκοσάλισε ποτέ dου Κύθν. Δὲν ἐγλυκοσάλισε μιˬὰ μέρα ’ς τὴ ζωή του Μύκ. Τό ’χει ἡ μοῖρα μου νὰ μὴ γλυκοσαλίζω Ζάκ. Δὲν ἐγλυκοσάλισα σὲ ὄνομίς σου (=δὲν εἶδον ἡμέρας εὐτυχεῖς μαζί σου) Κρήτ. Τόσον τζαιρὸ ἡ μάννα του ’ὲν ἐγλυκοσάλισε’πὸ δαύτονε (=δὲν ἠσθάνθη χαρὰν ἐξ αἰτίας του) Κουρ. Ἅμα πάου ’ς τὴ Σαλουνί’, ’ς τὰ πιδιˬά μ’, γλυκουσαλίζου Μακεδ. (’Αηδονοχ.) Κακία τοῦ προκομμένου τοῦ ἀδερφοῦ της, τοῦ ζηλιˬάρη, ποὺ ποτὲ κιˬ αὐτὸς δὲν τὴν ἄφινε νὰ γλυκοσαλίσῃ Γ. Ξενόπ., ἔνθ’ ἀν || Φρ. Φαρμακωμένα χείλη δὲ γλυκοσαλίζουνε ’Ιόνιοι Νῆσ. Νὰ μὴ γλυκοσαλίσῃ ! (ἀρὰ) Ζάκ. Λευκ Σκῦρ. Νὰ μὴ γλυκουαλίσουν ! (νὰ γεύωνται δηλ. αἰωνίας πικρίας) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Εἶδες τί κακὸ πῆγε κ’ ἔκαμε ὁ γλυκοσαλισμένος (ἐδῶ, κατ’ εὐφημισμὸν) Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Πβ. ἀγλυκοσάλιˬαστος, ἀγλυκοσάλιστος. Γλυκοσαλισμένη νά ’σαι | (εὐχὴ) Κρητ. || ᾎσμ. Χαρούμενοι κι ἀπρίκαdοι | καὶ γλυκοσαλισμένοι (διὰ τοὺς νεονύμφους) Κρήτ. (Νεάπ.) || Ποίημ. Δὲν ἠξέρω πο͜ιός τόπος μᾶς τὴ φίλεψε, ἢ πο͜ιό καράβι μᾶς τὴν ἐκουβάλησε, μὰ ξέρω πὼς ὁ διˬάολος μᾶς ἐζήλεψε, γιˬατὶ πλιˬὸ κανεὶς δὲν ἐγλυκοσάλισε. Α. Λασκαρᾶτ., ἔνθ’ ἀν. 4) Ἐνεργ. καὶ μέσ., φλυαρῶ ἐρωτικῶς, χαριεντίζομαι, ἐρωτοτροπῶ Κάρπ. Συνών. Βλ. εἰς λ. γλυκοσαλιˬάζω 3. β) Ὁμιλῶ κολακευτικῶς, κολακεύω καλοπιάνω Μακεδ. (Δεσκάτ.): Μ’ φαίνιτι ὅτι γλυκουαλίζισι αὐτοῦ μὶ τ’ν πιθιρά σ᾽· πουλὺ σὶ προυσέ’! 5) ᾿Αναπαύομαι, ἡσυχάζω, κατόπιν μακρῶν μόχθων ἢ πόνων Κέρκ. ᾽Οθων. ᾿Ανακατευόμουνα ὅλη τὴν ἑβδομάδα μὲ τσὶ σγόρνες καὶ δὲν ἐγλυκοσάλισα ὁλότελα καὶ ἐνέταρα (σγόρνες=οἱ σωλῆνες της ὑδρορρόης, ἐνέταρα=ἐτελείωσα) ᾽Οθων. Ἡ σημ. καὶ εἰς Μπουνιαλ., Διήγ. Κρητ. πολέμ., 459.22. Β) Μετβ. 1) Προκαλῶ εὐχαρίστησιν, ἡδονὴν Κρήτ. (Ἡράκλ.): Ἔτσι π’ ἀναθιβάνω τὸν καιρό, μοῦ γλυκοσαλίζεις τὰ σπλάχνα μου. 2) Μεταφ., καθιστῶ τινα εὐτυχῆ Κρήτ. (Νεάπ. Σφακ. κ.ἀ.): Ὁ Θεὸς νὰ σὲ γλυκοσαλίζῃ ! (εὐχή· νὰ σὲ ἔχη πάντοτε εὐχαριστημένον). Ὁ θεὸς νὰ σὲ γλυκοσαλίσῃ ἀποὺ τὰ παιδιˬά σου ! ἔνθ’ ἀν. Νὰ μοῦ ξεμιστέψῃ ὁ Θεὸς τὰ κοπέλιˬα καὶ νὰ μοῦ τὰ γλυκοσαλίσῃ (νὰ μοῦ γλυτώσῃ ἀπὸ κακὸ ἢ κίνδυνο ὁ Θεὸς τὰ παιδιά μου καὶ νὰ τὰ κάμη εὐτυχισμένα) Σφακ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA