γλυκοσάλιση

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοσάλιση

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γλυκοσάλιση ἡ, Δ. Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γλυκοσαλίζω.

Σημασιολογία

Χαρά, ἱκανοποίηση, εὐτυχία Δ. Κρήτ.: Ὁ λαὸς ὁ κακορρίζικος ποτέ του γλυκοσάλιση δὲν εἶδε. Καλὴ γλυκοσάλιση νά ’χετε! (εὐχή, συνήθως πρὸς νεονύμφους). Εἰς ὑγεία τὸ λοιπάς, καλὴ ξεμίστεψη καὶ καλὴ γλυκοσάλιση νὰ μᾶσε δούδῃ ὁ θεός! (καλὴ ξεμίστεψη=καλὴ προκοπή· εὐχή). β) Καλὴ ψυχικὴ διάθεσις, ὄρεξις, κέφι αὐτόθ.: Πρέπει νά ’χῃς γλυκοσάλιση γιὰ νὰ σοῦ ’ρθῃ ’ς τὸ στόμα τραγούδι. Συνών. γλυκοσάλισμα 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/