γλωσσοκοπάνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσοκοπάνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γλωσσοκοπάνα ἡ, σύνηθ. γλωσσουκουπάνα βόρ. ἰδιώμ. γλωσσοκοπάνω Κέρκ. γλωσσοκοπάνος ὁ, Νάξ. (Καλόξ.) γλωσσοκοπάνης Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Κοντογόν. Μαργέλ. Παιδεμέν. Ποταμ.. κ.ἀ.) γλουσσουκουπάνης Ἤπ. (Μαργαρ.) γλουσσουκουπά’ς Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Ἀράχ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γλῶσσα καὶ κοπάνα.
Σημασιολογία
1) Μετων., συνήθως ἐπὶ γυναικός, φλύαρος, πολυλόγος συνηθ.: Εἶναι μιὰ γλωσσοκοπάνα! Ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάῃ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ γλωσσοκοπάνα σύνηθ. Ἔναι ’φτοῦνος ’φτοῦ ’νας γλωσσοκοπάνης! Θέ μου, φύλαε! Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἦρθε ’κείν’ ἡ γλωσσοκοπάνα τ᾿ς Ἀθηνιᾶς καὶ μᾶς πῆρε τὸ κεφάλι (μᾶς ἐζάλισε μὲ τὴν φλυαρία της) Βάλτ. Δὲ μαdαλώνεται τσῆ γλωσσοκοπάνας ἡ γλῶσσα Κρήτ. Οὐριˬάνασί μου τὴ gεφαλή μου οἱ γλωσσοκοπάνες (οὐριάνασι=ἐκλούβιαναν) αὐτόθ. || ᾎσμ. Τὸ πουλλάκι μὄχει μάννα | μιˬὰ γριὰ γλωσσοκοπάνα, ἀνάθεμά τσι τσὶ γριές, | πὄχουνε γλῶσσες μακριὲς Νάξ. || Ποίημ. Καὶ κοιμισμένη ’ς τὰ ὄνειρά της βλέπει μουρλὴ γλωσσοκοπάνα πολιτεία τὸν Περικλῆ. Μὰ ὁ Χριστὸς τῆς πρέπει Κ. Παλαμ., Καημ. λιμνοθ., 84. Συνών. γλωσσοῦ, λογοῦ, στομοῦ. 2) Αὐθάδης, θρασὺς πολλαχ.: Ἔ, κακόσυρτε, γλωσσοκοπάνε, κιˬ ἂ ’ σὲ μαγγώσω! Νάξ. (Καλόξ.) Ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάῃ ἀπὸ τὴν Ἀννιώ! Εἶναι νιˬὰ γλωσσοκοπάνα, ποὺ δὲ ’χτιμάει οὔτε πεζοὺς οὔτε καβαλλαραίους (αὐθαδιάζει εἰς ὅλους) Πελοπν. (Γαργαλ.) Συνών. γλωσσᾶς 1. 3) Κακολόγος, κακόγλωσσος σύνηθ.: Ἐσὺ νὰ μαζέψῃς τὴ γλῶσσα σου, διˬαόλου γλωσσοκοπάνα Κύθηρ. Μ’ αὐτήνα τὴ γλουσσουκουπάνα πο͜ιός θὰ τὰ βγά’ ’ς τοὺ κιφάλ’! Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μὲ τούτη τὴ γλωσσοκοπάνα δὲ dὰ βγάνει κανεὶς πέρα Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Συνών. γλωσσοῦ, κακόγλωσση. 4) Τὸ φυτὸν Γλαδίολος ὁ ἀρουραῖος (Gladiolus segetum), τῆς οἰκογ. τῶν Ἴριδιδῶν (Iridaceae), τὸ ἀρχ. ξιφίον μὲ φύλλα «στοιχηδὸν ἀπ’ ἀλλήλων διεστῶτα» (Διοσκορ., Ὕλ. ἰατρ. 4,20) Ἀθῆν. Σῦρ. Συνών. ἀγριοκόκορας 2, ἀγριοπετεινὸς 2, γλαδιόλος, μαχαίρα, μαχαιρίδα, μαχαιρίδι, μαχαιρίτσα, ξιφάρα, πασχάτικο, σπαθοβότανο, σπαθόχορτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA