αὐλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
αὐλίζω (Ι) Λεξ. Ἐλευθερουδ. αὐλίζου Θρᾴκ. (Αἶν.) Μέσ. αὐλίζομαι σύνηθ. αὐλίζουμι βόρ. ἰδιώμ. αὐλίζ’μαι Θρᾴκ. (Τσακίλ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. αὐλίζω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. αὐλίζομαι.
Σημασιολογία
1)Μέσ. ἔχω αὐλὴν διὰ τῆς ὁποίας εἰσέρχομαι εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ἁπλῶς ἔχω εἴσοδον, καὶ ἐπὶ οἰκίας καὶ ἐπὶ τοῦ κατοικοῦντος σύνηθ.: Τὸ σπίτι αὐλίζεται ἀπὸ δύο δρόμους. Αὐλιζόμαστε ἀποκάτω-ἀποπάνω κττ. Αὐλιζόμαστε ἀποδῶ-ἀπεκεῖ κττ. κοιν. Διὰ τὴν σημ. πβ. Εὐριπ. Ἠλ. 304 «οἵοις ἐν πέπλοις αὐλίζομαι» (μὲ τί εἴδους παλα͜ιόρουχα μπαινοβγαίνω). β)Ἔχω εἴσοδον διὰ τῆς ὁποίας εἰσέρχομαι εἰς τὸν ἀγρὸν Χίος. γ)Ἔχω αὐλὴν πρὸ τῆς οἰκίας ὥστε νὰ εἰσέρχωμαι δι’ αὐτῆς, μεταχειρίζομαι ὡς αὐλὴν Λῆμν.: Εἶνι τοὺ σπίτ’ μας ’πάν’ ’ς τοὺ δρόμου κὶ δὲν ἔχουμ’ αὐλὴ ν’ αὐλιστοῦμι. δ)Χρησιμοποιῶ ὡς εἴσοδον ἢ ἔξοδον Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἐδιˬάην εὐτὴ κ’ ἐχτύπα ’ς τὴ bόρτα πὀβλιζόdανε, μὰ τὴν εἴχανε σφαλιχτή, μόνου ’χανε ’να μικρὸ bορτάκι κ’ εὐλίζουdαν ἀποκεῖ. 2)Ἔχω ἐπικοινωνίαν, συγκοινωνῶ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σηλυβρ.): Ὅλα τὰ χωριˬὰ αὐλίζονται (Σηλυβρ.) Αὐτὸ τὸ σπίτι μ’ ἐκεῖνο αὐλίζεται αὐτόθ. 3)Συναναστρέφομαι Χίος (Καρδάμ.): Μὴν αὐλίζεσαι μαζί του. 4)Ἐνεργ. εἰσάγω τὰ κτήνη εἰς περιωρισμένον τόπον, μανδρίζω Θρᾴκ. (Αἶν.)-Λεξ. Ἐλευθερουδ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ὁμ. μ 265 «μηκυθμοῦ τ’ ἤκουσα βοῶν τ’ αὐλιζομενάων».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA