αὔλισι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὔλισι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

αὔλισι τό, Σῦρ. (Γαλισ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. αὔλισις=κατασκήνωσις, διανυκτέρευσις.

Σημασιολογία

Ἡ εἴσοδος εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ναοῦ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/