γλωσσόπονος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσόπονος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλωσσόπονος ὁ, Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γλῶσσα καὶ πόνος.

Σημασιολογία

Πόνος, ἄλγος τῆς γλώσσης. Πβ. δοντόπονος, κεφαλόπονος, κοιλόπονος, νυχόπονος, στομαχόπονος κ.τ.ὅ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/