αὐλισιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλισιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αὐλισιˬάρις ἐπίθ. αὐλιτσάρις Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Οὐδ. αὐλιτσάρικο Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. *αὔλισι (ὑλακή, γάβγισμα) καὶ τῆς καταλ. -ιˬάρις.
Σημασιολογία
Ὁ ὑλακτῶν: Σκύλλος αὐλιτσάρις. Σκυλλάκιˬα αὐλιτσάρικα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA