γλυκοστάλαχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοστάλαχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκοστάλαχτος ἐπίθ. Κ. Παλαμ., Τάφ.2, 17 Γ. Ξενόπ., Πλούσ., 35.

Ετυμολογία

Εκ τοῦ ρ. γλυκοσταλάζω.

Σημασιολογία

Ὁ οἱονεὶ στάζων γλυκύτητα, εὐχαρίστησιν, μεταφ. πάντοτε, ἔνθ’ ἀν.: Ἦταν στιγμὲς ποὺ ὁ οὐρανὸς τοῦ λογισμοῦ του γέμιζε ἀπ’ αὐτὰ τὰ μάτιˬα, σὰν ἀπὸ ἄστρα, ποὺ πότε τρυποῦσαν μὲ σκληρὲς ἀκτῖνες καὶ πότε τὸν χαιδευαν μὲ γλυκοστάλαχτες Γ. Ξενόπ., ἔνθ᾽ ἀν. || Ποίημ. Καὶ στοὺς γλυκοστάλαχτους | σκοπούς σας λίγο λίγο μιˬὰν ἀπάνθρωπη ψυχὴ | γροικῶ καὶ ξετυλίγω Κ. Παλαμ., ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/