γλυκοστάφυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοστάφυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκοστάφυλο τό, Μακεδ. (Βογατσ.) Πελοπν. (Ἀράχ. Βούρβουρ. Λάστ. Τριφυλ.)-Βύρων 2,63.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ ούσ. σταφύλι.
Σημασιολογία
Εἶδος σταφυλῆς, τῆς ὁποίας ὁ χυμὸς ἔχει γλυκεῖαν γεῦσιν ἔνθ’ ἀν.: ᾊσμ. Νά ’χα νερὸ ὀχ τὸν τόπο μου καὶ μῆλ’ ὀχ τὴ μηλιˬά μου, νά ’χα καὶ γλυκοστάφυλο ὀχ τὴν κληματαριˬά μου Πελοπν. (Ἀράχ. Βούρβ. Λάστ.) Σοῦ στέλνω γλυκοστάφυλο κιˬ ἐκεῖνο ξερρωγιˬάζει Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἀντίθ. ξινοστάφυλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA