γλωσσοβόλημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσοβόλημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλωσσοβόλημα τό, Λεξ. Δημητρ. γλωσσοβόλισμα Κορ. Ἄτακτ. 482. - Λεξ. Βάιγ Μπριγκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλωσσοβολῶ. Ὁ τύπ. γλωσσοβόλισμα καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἡ βολὴ διὰ τῆς γλώσσης, ἡ κακολογία Κορ., ἔνθ᾽ ἀν. -Λεξ. Δημητρ. Συνών. κακογλωσσιˬά. 2) Μικρολογία, φλυαρία Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA