γλωσσογνώστης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσογνώστης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλωσσογνώστης ὁ, Κ. Παλαμ., Γράμμ., 1,145-Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γλῶσσα καὶ γνώστης.

Σημασιολογία

1) Ὁ γνωρίζων καλῶς μίαν γλῶσσαν Λεξ. Δημητρ. 2) Ὁ γλωσσομαθὴς Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν.: Σοφὸς καὶ γλωσσογνώστης ἐγὼ δὲν εἶμαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/