γλωσσοδένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσοδένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλωσσοδένω ἐνιαχ. γλουσσοδένου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) γλουσσουδένου Λέσβ. (Μόλυβ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα καὶ τοῦ ρ. δένω.

Σημασιολογία

1) Δι’ ἀναγνώσεως εὐχῆς δένω τὴν γλῶσσαν μικρῶν ζῴων, καθιστῶν ταῦτα ἀνίκανα νὰ καταφάγουν τὰς ἀμπέλους ἢ τοὺς ἀγροὺς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) β) Μεταφ., διὰ μαγγανείας καθιστῶ τινα πειθήνιον Λέσβ. (Μόλυβ.): ᾿Φτὴ γλουσσουδέ’ μὶ d’ dρι’κλου’ d’ gλουστὴ τσ᾿ ᾶdροὶ τσ᾿ γρινιˬαροί, νὰ μὴ bισουκουλιˬάζιν τσ’ ’ναίκας dουν τοὺ θέ’μα (αὐτὴ γλωσσοδένει μὲ τὴν τρίκλωνη κλωστὴ τοὺς γρινιάρηδες ἄντρες, διὰ νὰ μὴ ἀποκρούουν τὰς ἐπιθυμίας τῶν συζύγων των).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/