αὐλογύρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλογύρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
αὐλογύρισμα τό, Πάρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. *αὐλογυρίζω.
Σημασιολογία
Ὁ περὶ τὴν οἰκίαν χῶρος ὁ χρησιμοποιούμενος ὡς αὐλή: Κάθεται μέσα ’ς τὸ αὐλογύρισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA