αὐλόγυρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐλόγυρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

αὐλόγυρος ὁ, σύνηθ. αὐλόγερος Θρᾴκ. (Ἡράκλ.) αὐλόυρος Εὔβ. (Κάρυστ.) Μύκ. Σίφν. αὐλόγυρους βόρ. ἰδιώμ. αὐλόγυρο τό, Τῆν. αὐλόερο Ἄνδρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. αὐλὴ καὶ γῦρος.

Σημασιολογία

1)Ὁ περιβάλλων τὴν αὐλὴν τοῖχος, ὁ περίβολος σύνηθ.: Ὁ αὐλόγυρος τῆς ἐκκλησιˬᾶς- τοῦ σπιτιˬοῦ κττ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. αὐλὴ (Ι) 3. β)Τὸ χαμηλὸν τοιχίον τὸ περιβάλλον τὸ ἁλώνιον Κρήτ. (Κατσιδ.): Ὁ αὐλόγυρος τ’ ἁλωνιˬοῦ. Συνών. ἁλώνόφτερο. γ)Τὸ χαμηλὸν τοιχίον, ὁ θριγκὸς τοῦ δώματος Εὔβ. (Κάρυστ.): Κάθεται ’ς τὸν αὐλόυρο τοῦ λιˬακοῦ. 2)Ὁ περιβαλλόμενος πρὸ τῆς οἰκίας χῶρος, καὶ καθόλου ἡ αὐλὴ Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Νάξ. Σίφν. Σκίαθ. Χίος- ΑΠαπαδιαμ. Νοσταλγ. 41: «Ἕνας αὐλόγυρος ἔρημος μὲ ἕνα φοῦρνον τὸν ὁποῖον πρὸ πολλοῦ ἔπαυσε νὰ κολλᾷ ἡ γερόντισσα» ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. αὐλὴ (Ι) 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/