αὐλοκοπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐλοκοπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

αὐλοκοπῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. αὐλὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -κοπῶ, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ. 22 (1910) 245.

Σημασιολογία

1)Ὑλακτῶ πολύ, παρατεταμένως: Οἱ σκύλλοι ἐαυλοκοποῦσαν ὅλη νύχτα. 2)Φωνάζω ὀργίλως: Ὅλη μέρα αὐλοκοπᾷς κ’ ἐσύ, νὰ ξεκάμῃς θές! Πβ. αὐλίζω (ΙΙ) 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/