γλυκόστομος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκόστομος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επιθετο

Τυπολογία

γλυκόστομος ἐπίθ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἤπ. ᾿Ιων. (Κρήν.)-Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 253 καὶ 452 Σ. Σκίπ., Ἀπέθαντ., 122 Ν. Πολίτ., Παροιμ., 3.681

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. στόμα. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ λέγων οἱονεὶ γλυκεῖς λόγους, ὁ μειλίχιος, ὁ εὐπροσὴγορος ἔνθ’ ἀν.: Σὰν πουλὺ γλυκόστουμους μ’ φά’κι αὐτὸς οὐ χουρουφύλακας Κουκούλ. || Παροιμ. Γλυκόστουμους κὶ πικράντιρους (ἐπὶ τῶν ἀποκρυπτόντων ὑπὸ τὴν προσήνειαν τῶν λόγων τὴν πονηρὰν αὑτῶν διάθεσιν, ἐπὶ τῶν ἄλλα λεγόντων διὰ τοῦ στόματος καὶ ἄλλα ἐχόντων εἰς τὴν καρδίαν) Ἤπ. (Ζαγόρ. Νεγᾶδ. κ.ἀ.)-Ν. Πολίτ., ἔνθ’ ἀν. Γλυκόστομος καὶ πικρόσκωτος (πικρόσκωτος=ὁ ἔχων πικρὸν συκώτι, ἤτοι σπλάγχνα. ταυτόσ μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. (Μέγα Περιστ. κ.ἀ.)-Ν. Πολίτ., ἔνθ’ ἀν. Γλυκόστομος καὶ πικρόστομος (ὁμοίως) Ι. Βενιζέλ., ἔνθ’ ἀν. Γλυκόστουμους κὶ φαρμασόνους (φαρμασόνους=ἐλευθεροτέκτων ταυτόσ. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. (᾿Ιωάνν. κ.ἀ.) || Ποίημ. Κ᾽ ἤτανε μαργαριταρόρριζες | τὰ χάδιˬα τους καὶ περουζέδες καὶ τὰ γλυκόστομα τὰ λόγιˬα τους Ι τραντάφυλλα καὶ μενεξέδες Σ. Σκίπ., ἔνθ’ ἀν. β) Ἐπὶ πτηνῶν, τὰ ἔχοντα γλυκεῖαν φωνήν, γλυκὸ κελάηδημα Φ. Πανᾶς, ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Σιμώνει ὁ ψάλτης τοῦ βουνοῦ κιˬ ἀκούγει μὲ λαχτάρα -Πές μου, πουλλὶ γλυκόστομο, ποὺ δὲ σέ σέρνει ἀντάρα Φ. Πανᾶς, ἔνθ’ ἀν. 253. Ἀηˬδόνι μου γλυκόστομο, δὲν πρόφθασες νὰ ψάλῃς καὶ ἡ φωνή σου θά ’χυνε τραγούδι μαγικὸ αὐτόθ., 452. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. Συνών. γλυκολάλητος, γλυκόλαλος, γλυκολόγος, γλυκομίλητος. 2) Ὡς οὐσ., ἐργαλεῖον ξυλουργικὸν Ἰων. (Κρήν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/