γλωσσίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γλωσσίδα ἡ, Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Πελοπν. (Γαργαλ. Μεσσην. Τριφυλ. κ.ἀ.) - Λεξ. Βάιγ. Δημητρ. γλωσσία Κύπρ. (Μένοικ. Παλαιοχ. κ.ἀ.) βλωθ-θία Κύπρ. (Μένοικ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γλωσσίς.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ γλῶσσα Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Συνών. βλ. εἰς λ. γλωσσάκι 1. 2) Ἡ γλωσσὶς τοῦ αὐλοῦ Κύπρ. - Λέξ. Βάιγ. Δημητρ. 3) Ἡ γλωσσὶς τοῦ κώδωνος Πελοπν. (Γαργαλ. Μεσσην. Τριφυλ. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ. Συνών. γλῶσσα 8γ. 4) Λωρὶς δέρματος καλύπτουσα τὸ ὑπὸ τὰ κορδόνια τῶν ὑποδημάτων μέρος τῶν ποδῶν Κύπρ. (Μένοικ. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ. Συνών. γλῶσσα 8ιγ, γλωσσίδι. 5) Ὁ τροχίσκος τῶν τροχαλιῶν τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ Κύπρ. (Μένοικ. Παλαιοχ. κ.ἀ.) Συνών. καρέλι, καρελόψυχα, καρούλι. 6) Ἡ λεπὶς τῆς ρυκάνης Κύπρ. 7) Τὸ ἔμβολον τῆς κλειδωνιᾶς Λεξ. Δημητρ. 8) Τὸ ἠλαττωμένον κατὰ τὸ πάχος ἄκρον σανίδος, τὸ εἰσερχόμενον ἐντὸς ἀντιστοίχου ἐντομῆς ἄλλης τοιαύτης Λεξ. Δημητρ. 9) Τὸ ὄργανον τοῦ λόγου ὑποκορ. Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων Ἔχει μιˬὰ γλωσσίδα καὶ κρένει σὰ δικηγόρος (κρένει=ὁμιλεῖ) Ὀθων. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλωσσίδα Μύκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA