γλυκοσυντύχευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοσυντύχευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλυποσυντύχευτος ἐπίθ. ἁμάρτ. γλυκοσύντ’ευτος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ) γλυκοσύντ’ευτον Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γλυκοσυντυχεύω.
Σημασιολογία
Ὁ εὐπροσήγορος, γλυκομίλητος ἔνθ’ ἀν.: Ντὸ γλυκοσύντευτος γυναῖκα ἕν’! Τραπ. || ᾎσμ. Μικρὸν καὶ γλυκοσύντευτον, κόκκινον πιπερόπον, γιˬὰ ἔλα ἔμπα ’ς σὸ χορόν, ἔμπα καὶ ’ς σὸ ερόπο μ’ Πόντ. Συνών. γλυκομίλητος, γλυκοσύντυχος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA