γλωσσίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλωσσίδι τό, γλωσσίδιν Κύπρ. γλωσσίδι κοιν. γλουσσίδιν Λυκ. (Λιβύσσ.) γλουσσίδ’ βόρ. ἰδιώμ. γλωσσὶν Κύπρ. γλωσσὶ Ρόδ. Κάρπ. Κάσ. Χάλκ. κλωσσίδι Ζάκ. Κεφαλλ. γλουσσὶ Στερελλ. (Παρνασσ.) γρουσσὶ Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) Πληθ. γλουσσίζα Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γλωσσίδιον, ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γλῶσσα.Ὁ τύπ. γλωσσίν, γλωσσί, γλουσσὶ καὶ γρουσσὶ ἐκ τοῦ διαμέσου τύπ. γλωσσίιν, ἐκπεσόντος τοῦ δ μεταξύ τῶν φωνηέντων.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ γλῶσσα σύνηθ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) Ἔνι μοζοῦντα τὸ γρουσσὶ τοῦ καμπζίου (πονεῖ ἡ γλωσσίτσα τοῦ παιδιοῦ) Μέλαν. Συνών. βλ. εἰς λ. γλωσσάκι 1. β) Ἡ μικρὰ γλῶσσα τοῦ βρικόλακος, ὁ ὁποῖος πιστεύεται ὅτι ἔχει δύο τοιαύτας Στερελλ. (Αἰτωλ.) 2) Ἡ γλῶσσα Στερελλ. (Ἀράχ.): Φρ. Βγάν’ τοὺ γλουσσίδ’ (βγάλε τὴν γλῶσσαν σου, δηλ. σώπασε. ἀρά). 3) Πᾶν πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον προέχει, ἐξέχει ὡς γλῶσσα σύνηθ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) καὶ δὴ α) Ὁ εἰς εἶδος γλώσσης σχηματισμὸς τῆς κόμης περὶ τὸ μέτωπον, ὁ ἀποσκοπῶν εἰς καλλωπισμὸν Μέλαν.: Ξείκα, κ᾽ εἶνι τὰ γρουσσίζα μι; (κοίταξε, καλὰ εἶναι τὰ γλωσσάκια μου;) β) Τὸ πλῆκτρον τοῦ κώδωνος σύνηθ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) Τοὺ γλουσσίδ’ d’ κ’δουνιˬοῦ Ἤπ. (Δωδών.) Τὰ κ᾽δούνιˬα ἔχ’ι ἕνα γλουσσίδ’ Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ἔπισ᾿ τοὺ γλουσσίδ’ ἀπ᾿ τοὺ κυπρὶ Στερελλ. (Τσουκαλᾶδ.) Ἡ καbάνα τῆς Πεπαdῆς ἔχει ᾽να γλωσσίδι μ ἕνα μεγάλο τσόbρο (=ρόζο) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Γιˬατ’ δὲ βαρεῖ τὸ κουδούνι; Ἔπεσε τὸ γλωσσίδι; Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Τὸ γλωσσίδι της σὰν κάτι νὰ λέῃ, ὅταν ἀρχίζῃ νὰ σκορπᾷ ’ς τὸν ἀέρα τὶς γλυκομελάχολες ἄγριες μελῳδίες Κ. Παρορ., Ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ δειλ., 61 || Φρ. Κ᾿δούν’ χουρὶς γλουσσίδ’ (ἐπὶ δειλοῦ καὶ ἀτόλμου) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Εἶναι καμπάνα χωρὶς γλωσσίδι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κεφαλλ. Ἔπιˬασε τὰ γλωσσίδιˬα (ἐπὶ τῶν εὑρισκομένων εἰς δυσχερῆ θέσιν) Ζάκ. || Αἴνιγμ. Ἂ δὲ χτυπήσ’ οὑ κόπανους, ἡ στέρνα δὲ γιμίζ’ (τὸ πλῆκτρον τοῦ κώδωνος καὶ ἡ ἐκκλησία) Σάμ. || ᾎσμ. Πῆραν τὴ στερφοκάλεσιˬα μὶ τοὺ λαμπρὸ κουδούνι, πού ’χι γλωσσι’διˬα δώδικα, φουνὲς τριανταπέντι Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. γ) Τὸ ἀνδρικὸν μόριον Στερελλ. (Τριχων.) Συνών. βιλλὶ 2. δ) Ὁ κανών, ἡ βελόνη τοῦ ζυγοῦ ἢ τῆς πλάστιγγος συνηθ Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. ε) Ἡ γλωττὶς πνευστοῦ μουσικοῦ ὀργάνου πολλαχ. καὶ Τσακων. στ) Ἡ γραφὶς Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Νεάπ. κ.ἀ.): Δῶσ’ μου ᾽να γλωσσίδι νὰ γράψω Κρήτ. Τὰ γλωσσίδιˬα γράφουν πχιˬὸ καλὰ Ἅγιος Γεώργ. ζ) Τὸ ἔμβολον τῆς κλειδαριᾶς Μακεδ. (Σισάν.) η) Ὁ γαργαρεὼν Ρόδ.- Κορ., Ἄτ., 4.82 - Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. Συνών. σταφυλίτης. θ) Ἡ κλειτορὶς τοῦ γυναικείου αἰδοίου σύνηθ.: ᾎσμ. Τοῦ μουνιˬοῦ σου τὸ γλωσσίδι | μοῦ ’δωσε κλοτσιˬὰ ’ς τ’ ἀρχίδι Πελοπν. (Γαργαλ.) Συνών. γλωσσιδάκι 2. ι) Τὸ στόμιον, ἡ προεξοχη τοῦ λύχνου, διὰ τῆς ὁποίας διαπερᾶται τὸ ἐλλύχνιον Ἀντικύθ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Κατσιδ. Νεάπ. Σέλιν. κ.ἀ.): Τὸ φ’τίλ’ τοῦ λύχνου ἐξέσυρ’ ἀπὸ τὸ γλωσσίδι (ἐξέσυρε=ἔφυγε ἀπὸ τὴν θέσιν του) Ἅγιος Γεώργ. Συνών. καντηλήθρα. ια) Μικρὸν ἐξάρτημα τοῦ ὑδρομύλου ἐκ λευκοσιδήρου ἐξέχον τῆς ἀλευροδόχης εἰς τὴν ὁποίαν διοχετεύει τὸ ἄλευρον Κρήτ. (Νεάπ.) ιβ) Ἡ αἰχμὴ τοῦ ἀγκίστρου Κρήτ. Πελοπν. (Αἰγιάλ.) ιγ) Τὸ μέρος τοῦ ἀρότρου τὸ εἰσερχόμενον εἰς τὸ ποδάρι Ρόδ. Χάλκ. ιδ) Ὁ ἴκτερος, τῆς σημασίας προελθούσης ἐκ τῆς συνηθείας ν᾽ ἀποκόπτεται, πρὸς θεραπείαν αὐτοῦ, ἡ ὑπογλωττίς, θεωρουμένη μικρὰ γλῶσσα, λόγῳ τῆς θέσεώς της Τσακων. (Μέλαν.): Ὄ ’σ’ ὁροῦα π’ ἔν’ ἔχουντα τὸ γρουσσὶ τὸ καμπζί; (δὲν βλέπεις ὅτι ἔχει τὸν ἴκτερον τὸ παιδί;) ιε) Τὸ ἐκλεπτυσμένον ἄκρον σανίδος, τὸ εἰσερχόμενον εἰς ἐντομῆν ἄλλης τοιαύτης Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. Συνών. γλωσσίδα 7. ιστ) Μικρὰ προεξοχὴ ἐπὶ μεταλλικῶν ἀντικειμένων, ὡς ἡ ἐπὶ τοῦ κάλυκος, χρησιμεύουσα διὰ τὴν συγκράτησιν τοῦ βλῆματος ἐντὸς τοῦ φυσιγγίου Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. ιζ) Ἡ βάλανος τοῦ ὅπλου Λεξ. Ἐλευθερουδ. κ.ἀ. ιη) Ἡ λεπὶς τῆς ρυκάνης Ν. Ἐστ. 16 (1934), 844. ιθ) Ὑπὸ τὸν τύπ. γλωσσίδιˬα τά, ἡ δισχιδῆς γλῶσσα τοῦ ὄφεως Ἤπ. (Δωδών. Ἰωάνν. κ.ἀ.) Θεσσ. (Δομοκ.) Θρᾴκ. (Σουφλ. κ.ἀ.): Ἔβγινι (ἡ οὐχιˬὰ) τὰ γλωσσίδιˬα τ᾿ς κὶ γλείφουνταν Δομοκ. κ.ἀ. 4) Τὸ πτηνὸν ἴυγξ, ὁ κοιν. μυρμηκοφάγος Ζάκ. Σίφν.: Ἐπῆγε ’ς τὸ gουφόλογγο κ’ ἐσκότωσε ἑφτὰ γλωσσίδιˬα Ζάκ. Συνών. ἁγιˬοπούλλι, ἀναγελάστρα, γλῶσσα 11, γλωσσαρᾶς 2, γλωσσᾶς 3, καλλιˬαγός, μερμηγκολόγος, μερμηγκοφάγος, στραβολαίμης, σφοντύλι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλουσσίδ’ Μακεδ. (Νέο Σούλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA