αὐλούλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐλούλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αὐλούλλα ἡ, πολλαχ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. αὐλὴ διὰ τῆς καταλ. -ούλλα.

Σημασιολογία

1)Αὐλούδα 1, ὃ ἰδ.: ᾎσμ. Κόττα μου, κοττούλλα μου, | πέτα ’ς τὴν αὐλούλλα μου πολλαχ. 2)Περίκλειστος χῶρος ἐντὸς τοῦ ὁποίου σταβλίζονται βοσκήματα Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/