γλυκοταγίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοταγίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοταγίζω Ἤπ. γλυκοταΐζω Μεγίστ.-Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωή, 12 Σ. Σκίπ., Ἁγ. Βαρβάρ., 116.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ταγίζω.
Σημασιολογία
Τρέφω μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας, στοργῆς, μερίμνης ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Πουλλάκι μ’ ἀκυνήγητο, πο͜ιός θὰ σὲ κυνηγήσῃ, πο͜ιός θὰ σὲ βάλῃ ’ς τὸ κλουβὶ νὰ σὲ γλυκοταγίσῃ; Ἤπ. || Ποιήμ. Κλώ, Κλώ! Σὰ μάννα στοργικιˬὰ φωνάζει τὰ παιδιˬά της νὰν τὰ γλυκοταΐσῃ Σ. Σκίπ., ἔνθ’ ἀν. Ἄλλοι ἀγαποῦν τὰ ντροπαλὰ καὶ τὰ μικρούλιˬα, μέσ’ ’ς τὰ κλουβιˬὰ γλυκοταΐζουν τὰ πουλλάκιˬα, μέσ’ ’ς τοῦ περιβολιˬοῦ στολίζονται τὰ γιούλιˬα καὶ πίνουν τὸ νερὸ ποὺ κελαηδεῖ ’ς τὰ ρυάκιˬα Κ. Παλαμ., ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA