αὐξητὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐξητὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αὐξητὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. αὐξητὲ Τσακων. αὐξητὴ ἡ, Στερελλ. (Λαμ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. αὐξητός.

Σημασιολογία

1)Ηὐξημένος Τσακων. 2)Θηλ. αὐξητὴ οὐσ., παιδιὰ ἅλματος Στερελλ. (Λαμ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβγάτισμα 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/