ἀυπνία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀυπνία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀυπνία ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) Τσακων. ἀυπνιˬὰ Σάμ. κ.ἀ. ἀνυπνιˬὰ Σάμ. κ.ἀ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀυπνία.
Σημασιολογία
1)Τὸ νὰ μὴ δύναταί τις νὰ κοιμηθῇ κοιν.: Δὲν κλείνω μάτι ἀπὸ τὴν ἀυπνία. Ὑποφέρω ἀπὸ ἀυπνία. Συνών. ἀγρυπνία 1, ἀυπνοσύνη. 2)Ἐγρήγορσις Σάμ.: Ἀπόψι εἶχα ἀυπνιˬά, γιˬατὶ φύλαγα τοὺ λαγό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA