ἀποδένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδένω Ἀθῆν. Ἄνδρ. Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴ Κέρκ. Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) Σκῦρ. Σῦρ. κ.ἀ. ἀπουδένου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Μακεδ. (Ἀνασελ. Βλαστ. Καστορ. Καταφύγ. Σισάν. Χαλκιδ.) Σάμ. κ.ἀ. ἀποένω Κάρπ. ἀμποδένω Ἤπ. Θρᾴκ. Πελοπν. (Ἀργολ. Ἀρκαδ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Λεντεκ. Μαντίν. Μεσσ.) κ.ἀ. ἀbοδένω Πελοπν. (Λακων. Μάν. Οἰν.) ἀμπουδένου Ἤπ. Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀbουδένου Θεσσ. Σάμ. ’πουδένου Μακεδ. (Βλάστ.) ’μποδένω Ἰων. (Σμύρν.) Προπ. (Ἀρτάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀποδέω. Ὁ τύπ. ἀμποδένω ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ ἀμποδίζω, δί ὃ ἰδ. μποδίζω. Πβ. ΑΤζαρτζάν. Θεσσαλ. διαλ. 87 καὶ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 29.
Σημασιολογία
1) Δένω καλῶς Κάρπ.: ᾎσμ. Μιˬὰν λαουδῖναν πιˬάνουσι καὶ τρία λαουδάκιˬα, δένει τα κιˬ ἀποένει τα, ᾿ς τὸ σπίτι τ’ ἀποσώνει. 2) Διὰ μαγικῆς πράξεως καθιστῶ ἀδύνατον τὴν συνεύρεσιν τῶν νεονύμφων ἢ καὶ οἱονδήποτε ἄνδρα καθιστῶ ἀνίκανον πρὸς συνουσίαν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀμπόδεσαν τὸν γαμπρὸ καὶ τὴ νύφη Μεσσ. Εἶναι ’μποδεμένος ὁ γαμπρὸς Σμύρν. Τὸ ἀdρόγυνου εἴνι ἀbουδιμένου Σάμ. Ἀπουδένου τοὺ νεόγαμπρου Ζαγόρ. Τοὺν ἔχ’ν ἀπουδιμένου κὶ δὲν παντρεύιτι Βλάστ. Τοὺν ἔχ’ν ἀπουδιμένου, γιˬὰ τοῦτο δὲν τικνίζ’ (ἀποκτᾷ τέκνα) Ἀνασελ. Τοὺς ἀπόδισαν, εἶναι δυˬὸ χρόνους ἀπουδιμέ’ Σισάν. Γιˬὰ τὸ καλὸ π’ σ’ θέλου, τότι π’ θὰ σ’ στήσ’νι γαbρὸ νὰ βά’ς ἀπάν’ σ’ δγιˬάργυρου μέσα ’ς ἕνα μασουρά’ ἀποὺ καλάμ’ ἣ τοὺ τιτραβάγγιλου, ἀλλεˬῶς θὰ σ’ ἀbουδέσ’νι Σάμ. || Ἐπῳδ. Δένω καὶ ἀποδένω τσοὶ σαρανταδυˬό dου φλέβες κιˬ ὅτινα πά’ νὰ πέσῃ, νά bῃ ὁ διˬάολος ’ς τὴ μέση (λέγων ταῦτα ὁ ἀποδετὴς δένει δύο κόμβους ἐπὶ ἐνὸς σπάγγου) Ἀπύρανθ. Συνών. δένω, ἀντίθ. ξαποδένω. β) Διὰ μαγγανειῶν ἢ ἐπῳδῶν ἀποδιώκω ἐπιβλαβές τι, οἷον ἀσθένειαν, ὄφεις, λύκους ἢ θῶας ἀπὸ τῶν ποιμνίων, μύρμηκας, ὅρνιθας ἢ ἐπιβλαβῆ πτηνὰ ἀπὸ τοῦ σίτου κττ. Ἄνδρ. Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Πελοπν. (Μάν. Οἰν.) Σάμ. Λύκος ἀμποδεμένος Ἤπ. || ᾽Επῳδ. Ἀποδένω τὸν σπουργίτη, τόν ἀρίτη, τὸν κοκκινοποδαρίτη Ζάκ. γ) Ἀπατῶ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Συνών. ἀπογελῶ 2, γελῶ, κομπώνω, ξεγελῶ, ρουμπώνω. 3) Λύω ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ τὰ ζῷα, ἀποζευγνύω Ἤπ.: Πάει ν’ ἀπουδέσ’ τὰ ζουντανά. Συνών. ἀποζεύω ξεζεύω. 4) Ἀποπερατῶ τὸ δέσιμον Ἤπ. Θεσσ. 5) Αμτβ. ἐν τῷ γ. ἑνικ. προσωπ. καθίσταταί τι διὰ συνεχοῦς βρασμοῦ πηκτόν, πήγνυται, συνήθως ἐπὶ γλυκυσμάτων Σῦρ.: Ἀποδένει τὸ λουκούμι. Συνών. δένω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA