ἀύπνωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀύπνωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀύπνωτος ἐπίθ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ.) κ.ἀ. ἀύπνουτους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. κ.ἀ.-ΙΒλαχογιάνν. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 51 ἀνύπνωτος Λεξ. Δημητρ. (λ. ἄυπνος).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ.*ὑπνωτὸς< ὑπνώνω ἀμαρτ.
Σημασιολογία
Ἄυπνος 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἔμειν’ ἀύπνωτος ἀπόψε Καλάβρυτ. Ἔμειν’ ἀύπνουτους οὕ’ τ’ νύχτα Ζαγόρ. Θεσσ. Δυˬὸ μέρες ἤμουν ἀνύπνωτος Λεξ. Δημητρ. || Ποίημ. Κιˬ ὁ τοῖχος ποῦ ’ς τὰ χνούδιˬα του καὶ ’ς τ’ ἄνθηˬα ἀναγελάει σὰ δράκοντας ἀνύπνωτος ὀρθὸς ἐκεῖ φυλάει ΙΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA