γλωσσᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλωσσᾶτος ἐπίθ. Ἀθῆν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ᾶτος.

Σημασιολογία

Ὁ ἀπολήγων εἰς γλωσσοειδεῖς ἐξοχάς, ἐπὶ ἐνδυμάτων ἢ ἄλλων κεντητῶν ἐργοχείρων ἔνθ’ ἀν.: Τό ’κοψε γλωσσᾶτο τὸ φουστάνι τῆς Ἀθῆν. Ἔβαλε χαρτιˬὰ γλωσσᾶτα τριανταφυλλιˬὰ ᾿ς τὸ τζάκι αὐτόθ. Τὶς ξω’υρᾶτες κάλτσες τὶς λένε καὶ γλωσσᾶτες (ξω’υρᾶτες=ἑξωγυράτες=μὲ γύρους πρὸς τὰ ἔξω) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἕνα γλωσσᾶτο gαρτσάκι ’τονε ἡ δουλε͜ιά μου ὅλη dὴν ἑβδομάδα αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/