γλωσσερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλωσσερὸς ἐπίθ. ἐνιαχ. θηλ. γλωσσεροῦ Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ερός.
Σημασιολογία
Ἐπὶ γυναικός, ἡ λάλος, ἡ φλύαρος. Συνών. γλωσσοκοπάνα, γλωσσοῦ, παπουτσόστομη, στομοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA