γλωσσεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλωσσεύω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἴμ. Σταυρ.) γλωσσεύγω Ἄνδρ. Θηρ. κ.ἀ. - Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. γλωσσεύου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Μέσ. γλωσσεύουμι Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Μακεδ. (Δράμ. Νευροκόπ.) γλωσεύγομαι Θήρ. Μύκ

Σημασιολογία

1) Γλωσσιˬάζω 1, τὸ ὁπ. βλ., Μακεδ. (Δράμ. Νευροκόπ. Σέρρ. κ.ἀ.) Δὲν τοὺ γλώιψις τοὺ φαΐ; 2) Λέγω πολλὰ καὶ αὐθάδη, αὐθαδιάζω, ἀντιλέγω ἀναιδῶς πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Σταύρ.): Μοῦ γλώσσεψενε τσαὶ τὴν ἤβγαλα τὴ δούλα μου Ἄνδρ. Γλωσσεύ’ τοὺν ἄντρα τ᾿ς Θεσσ. (Ζαγορ.) Ἡ νύφε γλωσσεύ’ τὴν πεθερὰν ἀτ’ς Ἴμερ. Τὰ μωρὰ πολλὰ γλωσσεύ’νε Σταυρ. Ἀποὺ μ’κουὸ ἔμαθι νὰ γλουσσεύ’ τσ’ μιγαλύτιρ’ Σαμοθρ. 3) Κακολογῶ, ὑβρίζω Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. Συνών. γλωσσιˬάζω 3α, β, γλωσσοκοπανῶ 5, κακολογῶ, κακοκρένω. 4) Περιπίπτω εἰς τὴν κακολογίαν τῶν ἄλλων Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/