αὐριανὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐριανὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αὐριανὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) αὐριˬανὸς πολλαχ. αὐριˬονὸς Σύμ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. αὔριο καὶ τῆς καταλ. -ανός.

Σημασιολογία

1)Ὁ τῆς αὔριον κοιν.: Ἡ αὐριανὴ γεˬορτὴ-ἡμέρα κττ. || Φρ. Σημερινὸς εἶμαι κιˬ αὐριανὸς δὲν εἶμαι (ἄδηλον ἂν θὰ εἶμαι ἐν τῇ ζωῇ αὔριον) κοιν. Σημερινὸς κιˬ αὐριˬονός ’μαι (ἐπὶ γέροντος εὑρισκομένου ἐγγὺς τοῦ τάφου) Σύμ. Σημερ’νοὶ κιˬ αὐριˬονοὶ εἴμεστα (δὲν θὰ ζῶμεν χίλια χρόνια, εἴμεθα βραχύβιοι) Ἀπύρανθ. Τὰ σημερινὰ ξέρω τα, τ᾿ αὐριανὰ πές μου τα (ἐπὶ τετριμμένων συμβουλῶν) Λεξ. Δημητρ. Αὐτὸς εἶναι σημερινὸς κιˬ αὐριανὸς (εἶναι ἑτοιμοθάνατος) Σύμ. Τὰ σημερινὰ ν͜οιάζομαι, τ᾿αὐριανὰ π͜οιὸς ζῇ π͜οιὸς πεθαίνει! Λεξ. Δημητρ. ‖ Παροιμ. Κάλλιˬα ’χω τὸ σημερ᾿νὸ ἀβγὸ παρὰ τὴν αὐριˬονὴ ὄρνιθα (προτιμῶ τὰ ὀλίγα τοῦ παρόντος ἀντὶ νὰ προσδοκῶ τὰ πολλὰ τοῦ μέλλοντος) Ἀπύρανθ. Κάλλια τὸ σημερινὸ ψωμὶ παρὰ τὴν αὐριανὴ πίττα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 131, 205. 2) Θηλ. οὐσ., ἡ αὐριανὴ ἡμέρα κοιν.: Ἄς ξημερώσῃ ἡ αὐριανὴ καὶ βλέπουμε. Πβ. αὐρινός, αὐριοβραδινός, αὐριοσινός, *αὐρισινός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/