αὐριˬαργὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐριˬαργὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
αὐριˬαργὰ ἐπίρρ. Κάρπ. αὐρζαργὰ Σκῦρ. αὐγιˬαργὰ Κρήτ. Σκῦρ. αὔγιˬαργα Ἴμβρ. Σκῦρ. αὐραργὰ Κρήτ. αὐραγὰ Ἤπ. Κρήτ. αὔραγα Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς φρ. αὔριˬο ἀργά. Διὰ τὸν τύπ. αὐρζαργὰ ἰδ. ΒΦάβην ἐν Τεσσαρακ. Κόντου (1909) 249 κἑξ. Εἰς τοὺς τύπ. αὐγιˬαργὰ καὶ αὐραγὰ ἀπεβλήθη τὸ ρ τῆς ἑτέρας συλλαβῆς κατ’ ἀνομοίωσιν.
Σημασιολογία
Αὔριον τὴν ἑσπέραν, αὔριο βράδυ ἔνθ’ ἀν.: Αὐγιˬαργὰ θά ’ρθω ν᾿ ἀποσπερίσωμε Κρήτ. Αὐραργὰ ποῦ εἶναι σαββατόβραδο νὰ ’ρθῆτε νὰ κάτσετε μιˬὰ ᾿ολεˬὰ αὐτόθ. Αὐγιˬαργὰ θὰ τὰ ξεφανερώσωμε (θὰ ἀναγγείλωμεν τοὺς ἀρραβῶνας) Σκῦρ. || ᾌσμ. Κ’ ἐιˬὼ μὲ τὸν τραουδιστὴ ἀπόψε θὰ ξωμείνω, ἀπόψε μόνο κιˬ αὐριˬαργὰ κιˬ ὥς τ’ ἄλλο μεσημέρι Κάρπ. Ἀπόψε μόνο κιˬ αὐραργὰ δὰ νά ’μαστε ὁμάδι κ’ ὕστερα ξεχωρίζομε σὰ dῆς ἐλ͜αιᾶς τὸ λᾴδι Κρήτ. Νά ᾽μουν ἀπόψε ’ς τὴ Μιˬαμοῦ καὶ αὐραγὰ ᾿ς τὸ Gρότο κιˬ ἀdιβραγὰ ᾿ς τὸ Χάρακα τὀ μυρισμένο dόπο αὐτόθ. Συνών. αὔριˬοψε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA