ἀποδέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδέρνω Κρήτ. Πελοπν. (Μαζαίικ.) ἀπουδέρνου Ἴμβρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.) ἀπαδέρνου Στερελλ. (Κεφαλόβρ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀποδέρνω.

Σημασιολογία

1) Δέρω πολύ, ἀνηλεῶς Μακεδ. Στερελλ (Αἰτωλ.): Αὐτὸ τοὺ πιδἱτ’ ἀπόδειρι οὑ πατέρας του Μακεδ. || Φρ. Τό ’δ’ρα κὶ τ’ ἀπο’δ’ρα (τὸ ἔδειρα μέχρι θανάτου) Αἰτωλ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Ἀχιλλ. 1308 (ἔκδ. Hesseling) «τριακοσίους ἀπέδειρεν ἄχρις ἂν ἐδιέβην». 2) Ἀμτβ. κουράζομαι, ἀποκάμνω Στερελλ. (᾿Αρτοτ.): ᾿Απόδ’ρα νὰ γυρίζου τὰ πρόβατα. Τοὺ μ’λάρ’ ἀπόδ’ρι. β) Βασανίζομαι, ταλαιπωροῦμαι Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾿Αρτοτ.): Ἀπουδέρνου κὶ τίπουτα δὲ βγάνου Αἰτωλ. 3) Τελειώνω τὸ δάρσιμο Κρήτ.: Ὅταν ὁ δεῖνα ἀπόδερνε τὸ δεῖνα, ἔτυχε καὶ περνοῦσα ἀποκει͜ά. β) Τελειώνω τὸ ἀνατάραγμα γάλακτος κττ. Πελοπν. (Μαζαίικ.): Ἀποδαρμένη μυζήθρα (κατεσκευασμένη μετὰ τὴν ἀποβουτύρωσιν τοῦ γάλακτος). 4) Κτυπῶ διὰ τῆς ράβδου ἐπὶ τῶν κλώνων διὰ νὰ πέσουν οἱ ἐπ᾽ αὐτῶν καρποὶ Ἴμβρ.: Ἀπουδέρνου d’ gαρυδεˬὰ-d’ ἀμυγδαλεˬά. 5) Ρίπτω τοὺς καρποὺς Ἴμβρ.: Ἀπόδειρα τὰ καρύδιˬα-τ’ ἀμύγδαλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/