ἀπόδετος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόδετος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόδετος ἐπίθ. Πελοπν. (Κορινθ.)-ΚΧατζοπ. Ἀγάπ. 12 -Λεξ. Αἰν. ἀπόδιτους Θεσσ. Μακεδ. ἀπόδητος Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιὓθ. *ποδετὸς<ποδένω.

Σημασιολογία

Ἀνυπόδητος ἔνθ’ ἀν.: Ἤμουνα ἀπόδετος καὶ μοῦ, μπήκανε ἀγκάθιˬα ᾽ς τὰ πόδιˬα Κορινθ. Μὴν περπατῇς ἀπόδητη, βάλε τἠν πόδησί σου Ρόδ. Μὰ ἐκείνη ξέφυγε καἱ πηδῶντας ἀλαφρά, ἀπόδετη ὅπως ἦταν, ἔφτασεν ὥς τὸν ἀντικρινὸ τοῖχο ΚΧατζοπ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀνυπόλυτος, ξυπόλυτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/