γλύφτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλύφτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλύφτης ὁ, Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Περίστ.) Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Κρήτ. (Κίσ. Μάλλ. κ.ἀ.) Λυκ. (Μάκρ.) Μεγίστ. Πελοπν. (Βασαρ. κάμπος Λακων.) Ρόδ. κ.ἀ. - Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Δημητρ. Θηλ. γλύφτρα Πελοπν. (Κάμπος Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γλύπτης. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Τὸ ὄργανον διὰ τοῦ ὁποίου γλύφει τις, κοιλαίνει ἤ ἀποξέει σκληρὸν ἢ μαλακὸν ἀντικείμενον ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γλύφανο, γλυφίδα, γλυφίδι, πετροκόπος, πίκος, σκαρπέλο, σμίλη. 2) Τὸ θηλ., εἶδος ἰχθύος Πελοπν. (Κάμπος Λάκων.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA