ἀποδέχομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδέχομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδέχομαι Ἤπ. Θήρ. Κρήτ. (Βιάνν. Ρέθυμν. κ.ἀ.) Κύθηρ. Παξ. Πελοπν. (Μάν.) κ. ἀ.-ΝΠετμεζ. Ἀπλᾶ λόγια 39 Γψυχάρ. Ὄνειρ. Γιαννίρ. 369 ἀποδέχουμαι Κρήτ. (Βιάνν.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. ἀποέχομαι Κάρπ. ἀπουδέχουμι Λέσβ. Μακεδ. (Καστορ. Καταφύγ. κ.ἀ.) ἀπαδέχνουμαι Πελοπν. (Λακων.) ’ποδέχουμαι Ζάκ. Θήρ. Κρήτ. Ρόδ. ’πουδέχουμι Σάμ. ’πογέχουμαι Ρόδ. Μετοχ. ἀποδεχόμενος Κρήτ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποδέχομαι.

Σημασιολογία

1) Λαμβάνω ὑπ’ ὄψιν, ἀποδέχομαι, δέχομαι Κρήτ. (Βιάνν.): Ἤλεγε dου λόγους καὶ τσ᾿ ἀποδεχούdονε β) Δέχομαι μετά τινος προσποιητῆς ἐπιφυλάξεως κάμνων νάζια Ρόδ. 2) Φιλικῶς δεξιοῦμαι, δέχομαι κατ’ οἶκον, ὑποδέχομαι Ἤπ. Ζάκ. Κέρκ. Κρήτ. (Βιάνν. Ρέθυμν. κ.ἀ.) Λέσβ. Μακεδ. (Καστορ. Καταφύγ. κ. ἀ.) Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων.) Σάμ. κ.ἀ.-ΝΠετμεζ. ἔνθ’ ἀν. Γψυχάρ. ἔνθ’ ἀν.: Ὁ δεῖνα μ’ ἀποδέχτηκε καλὰ ᾿Αρκαδ. Ἔτρεξαν ὅλοι νὰ μᾶς ἀποδεχτοῦνε Ψυχάρ. ἔνθ' ἀν. || Φρ. Τσ’ ἀποδέχουμι ᾿πά ’ς τοὺ κιφάλι μ’-’πά ’ς τ’ ἀφτιά μ’ (ἐπὶ ἐνοχλη τικῶν ἐπισκεπτῶν) Λέσβ. || Γνωμ Ὅπο͜ιους ’πουδέχιτι κι’ ’πηριτᾷ τοὺν ξένου κὶ τοὺ φτουχὸ ᾿πουδέχιτι κὶ ’πηριτᾷ τοὺν ἴδιου τοῦ Θιὸ (’πηριτᾷ=ὑπηρετεῖ) Σάμ. || ᾊσμ. Ἀνοίξετε τὰ πόρτεγα τ’ ἀπάνω καὶ τὰ κάτω ν’ ἀποδεχτῆτε τὸ γαbρό τὸ bολυπραματᾶτο (πόρτεγα=αἴθουσαι) Κρήτ. Ἐμήνυσεν ὁ νεˬὸς γαbρὸς εἰς τὰ πεθερικά dου νὰ παρασύρουνε τσ᾽ αὐλές, νὰ στρώσουνε τσοὶ τάβλες, ν’ ἀποδεχτοῦ dὸ νεˬὸ γαbρὸ μ’ οὕλη τὴ συdροφιˬά του αὐτόθ. Ἔβγα, κυρὰ καὶ πεθερά, ν᾽ ἀποδεχτῇς τὴ νύφη Παξ. Νὰ χαρῶ τὸν ἄντρα ποῦ ᾽χα | καὶ νὰ ζήσῃ τοῦτος πὄχω καὶ ν’ ἀποδεχτῶ τὸν ἀλλο, | ἂν σοῦ λέω ἕνα γιˬ ἄλλο (σκωπτικὸς γυναικεῖος ὅρκος) Ζάκ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Πολύβ. 22,15,8 «ἀποδεξάμενος δὲ καὶ τοὺς παρὰ τῶν ἄλλων πόλεων πρεσβευτάς». Συνεκδ. καὶ ἐπὶ ἀψύχων ΝΠετμεζ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Σπιτάκιˬα μ’ ἀποδέχονται μὲ τὴν ἁπλῆ τους ὀμορφιˬὰ ἀκρογιˬαλιˬὲς καὶ χλωρασιˬὲς κ᾿ εὐωδιˬασμένοι κῆποι. β) Δέχομαι, ὑποδέχομαι, εἰδικῶς ἐπὶ τῶν ὑποδεχομένων συγγενεῖς ἢ φίλους ἐκ τῆς ξένης ἐπιστρέφοντας (εἰς τὴν σημ. ταύτην ἐπέδρασε καὶ τὸ ἀρχ. ὑποδέχομαι) Ἤπ. Θήρ. Κάρπ. Κέρκ. Κρήτ. (Ρέθυμν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καστορ. Καταφύγ.) κ.ἀ.: Ἀποδέχτηκά τονε, μὰ σὲ κακό χάλι Ρέθυμν. Συχνάκις εἰς εὐχάς: Καλῶς τὸν ἀποδέχτηκες! Ἤπ. Μὲ καλὸ ν᾿ ἀποδεχτῇς τὸ παιδί σου! Κρήτ. Καλῶς νὰ τὸν ἀποδεχτῇς Κέρκ. Δέξου, κόρη, κιˬ; ἀποέξου τὸν νόστον τοῦ καλοῦ σ’ ἀντροῦ Κάρπ. Καλῶς τουν ἀποδέχτ’κις! Καστορ. Καταφύγ. Συνών. δέχομαι, ὑποδέχομαι. 3) Ἐπὶ πραγμάτων, ὑποδέχομαί τι, οἷον ἀντικείμενον ἄνωθεν καταπῖπτον Κάρπ. Κρήτ. (Ρέθυμν. κ.ἀ.) Κύθηρ.: ’Στὴ gεφαλὴ τὴν ἀποδέχτηκε τὴ bέτρα Ρέθυμν. Τὰ ἀναυλοχερὰ κάμνουν καλὲς ἐλα͜ιές, γιˬατ᾿ ἀποέχονται τὰ περισυνάματα (ἀναυλοχερὰ=λακκώδη μέρη ὑπὸ τὰς κλιτῦς, περισυνάματα=καταρρέοντα ὕδατα, χώματα κτλ.) Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Β 502 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «πιάνει τὸ πλεὰ βαρύτερο, πετᾷ το ’ς τὸν ἀέρα, | σὰ φύλλο τ’ ἀποδέχτηκε ’ς τὴ δυνατὴν του χέρα». 4) Ἀνέχομαι Πελοπν. (Μάν.): Δὲ d᾽ ἀποδέχεται τὸ χέρι μου (ἐπὶ ζέοντος ὕδατος). Συνών. δέχομαι. 5) Μετοχ. περιφραστικῶς μετὰ τοῦ εἶμαι, περιμένω, προσδοκῶ Κρήτ. (Βιάνν.): Δὲν εἶμαι ἀποδεχόμενος ἀποὺ τὰ λεφτά σου (ἐνν. ὡς ἀντικ. τὸ νὰ ζήσω, δὲν περιμένω νὰ ζήσω ἐκ τῶν χρημάτων σου). Διὰ τὴν σημ. πβ. Φλώρ. καὶ Πλάτζια Φλώρ. στ. 473 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ. σ. 274) «ἡ κρίσις μ’ ἀποδέχεται, χάνομαι εἰς τὸν κόσμον, | κἀνέν’ οὐκ ἔχω ἄνθρωπον οὐδὲ μαντατοφόρον».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/