γλύφω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλύφω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλύφω Ἄνδρ. Κορσ. Κρήτ. (Κίσ.) Νίσυρ. Πελοπν. (Λεβέτσ. Λεντεκ. Οἴτυλ.) Πόντ. (Χαλδ.) - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γλύφω᾿μα Τσακων. (Χαβουτσ.) Μετοχ. γλυμμένος πολλαχ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ρ. γλύφω.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ σκληρᾶς ὕλης, διὰ γλυφάνου σκαλίζω, σκάπτω, ἀποτρίβω, λειῶ Κρητ. (Κίσ.) Νίσυρ. - Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. β) Διὰ γλυφάνου ἀφαιρῶ τὸ ἐνδοκάρπιον ἤ τὰ σπέρματα καρπῶν προοριζομένων διὰ ζαχαρόπηκτα: Ἄνδρ.: Γλύφω τ’ ἀχλάδιˬα-τὰ μῆλα-τὰ νερατζάκιˬα κ.τ.τ. 2) Ἀφαιρῶ τὸν φλοιὸν, ἐκλεπίζω, γλύφω Κορσ. Πελοπν. (Λεβέτσ. Λεντεκ. Οἴτυλ. κ.ἀ.) Πόντ. (Χαλδ.) Σάμ. Τσακων. (Χαβουτσ.) - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ.: Γλύφω τὸ καρύδι-τὸ πορτοκάλλι-τὸ σῦκο Λεβέτσ. Γλῦψε ἕνα σῦκο Οἴτυλ. Μά-ι γλύφ’ τὸ δέντρε (θὰ τὸ ξεφλουδίσω τὸ δένδρον) Χαβουτσ. Ἡ σημ. καὶ Ἑλληνιστ. πβ. Ἀριστείδ. 1,283 «ὠὰ ἑφθὰ περιγεγλυμμένα ὥσπερ μέλλοντος ἤδη ἐσθίειν» καὶ Ἡσύχ. «ἐξέγλυψεν, ἐξελέπισεν».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA