γλυκότρεχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκότρεχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκότρεχος ἐπίθ. ἀμάρτ. Οὐδ. πληθ. γλυκότρεχα Κρητ.-Δ. Σολωμ., Γυν. Ζάκ., (ἐκδ. Γ. Ν. Παπανικολάου, Α’, 1970, 671).

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. γλυκοτρέχω.

Σημασιολογία

Ὁ τρέχων ἡ ὁ ρέων κτλ. ἡρέμως ἔνθ’ ἀν.: Ἔτζι ἐγὼ ἔφθασα στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Λύσιου παρηγορημένος ἀπὸ τὲς μυρωδίες τοῦ κάμπου, ἀπὸ τὰ γλυκότρεχα νερὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἀστρόβολον οὐρανὸ Δ. Σολωμ., ἔνθ’ ἀν || ᾎσμ. Καὶ σὲ γλυκότρεχα νερὰ εἴχασί με ποτίσει Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/