ἀποδιˬάβαμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιˬάβαμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποδιˬάβαμα τό, ἀποδβαμαν Πόντ. (Κερασ.) ἀποδέβαμαν Πόντ. ἀποδαμαν Πόντ. (Κερασ.) ἀποδέαμαν Πόντ. ἀπιδβαμαν Πόντ. (Κερασ.) ἀπιδέβαμαν Πόντ. (Χαλδ.) ἀπιδαμαν Πόντ. (Κερασ.) ἀπιδέαμαν Πόντ. ἀπιδβαιμαν Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποδιˬαβαίνω.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ κάμψῃ τις γωνίαν τινὰ κτλ καὶ νὰ γίνῃ ἄφαντος. Συνών. ἀποδιˬάβασμα 1, σκαπέτημα. 2) Παραίτησις, ἐγκατάλειψις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/