ἀποδιˬαβασέα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιˬαβασέα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποδιˬαβασέα ἡ, ᾽πιδεβασέα Πόντ. (Ἴμερ. Κρώμν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποδιˬαβάζω.

Σημασιολογία

Ἀπομάκρυνσις, ἀποχωρισμός, ἀποχώρισις ἕνθ’ ἀν.: ᾊσμ. Ἀνάθεμα καὶ τὰ μακρὰ καὶ τὰ ’πιδεβασέας, κλάψο με, τρυγονίτσα μου, ντὸ εἶμαι ξενιτέας Ἴμερ. Ἀνάθεμα καὶ τὰ μακρὰ καὶ τὰ ᾿πιδεβασέας, τὴν κάρδ μ’ πάλ’ ἐγόμωσαν τέρτ' καὶ πικρασέας (κάρδ=καρδίαν, τέρτ=λύπας, ντέρτιˬα) Κρώμν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/