ἀποδιˬαβαστικὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδιˬαβαστικὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποδιˬαβαστικὴ ἡ, ἀποδιˬααστικὴ Κάρπ. ἀπογιˬααστικὴ Κάρπ. ᾿ποδιˬααστικὴ Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀποδιˬαβαστικὸς<ἀποδιˬαβάζω.
Σημασιολογία
Διέλευσις ἀπό τινος μέρους: ᾊσμ. Μπαίνει ’ς τὸν φόρον πορπατεῖ καὶ κρυφοκαμαρώνει καὶ κἀν’ ἀποδιˬααστικὴ καὶ κἀν’ ἀποϋρία (ἐπὶ τοῦ Χάρου περιερχομένου τὴν γῆν. ἀποϋρία=περιοδεία). Κ’ εἶεν μιὰν κόρην ὄμορφη ποῦ ’λάμπεν σὰν τὸν ἥλιˬο κ’ ἤκαμ’ ἀπογιˬααστική, ’ς τὴν λυερὴν συμπλεˬάζει (εἶεν=εἶδεν, συμπλεˬάζει=πλησιάζει).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA