αὐτίκοντα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐτίκοντα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
αὐτίκοντα ἐπίρρ. Πόντ. (Κερασ.) αὐτόκοντα Πόντ. Σάντ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιρρ. αὐτίκα καὶ τοῦ κοντά Ἰδ. ΙΒαλαβάν. ἐν Ἀρχ. Συλλ. Κοραῆ ἐν λ. καὶ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 323. Τὸ αὐτόκοντα προσέλαβε τὸ ο ὡς τὸ κατ’ ἐξοχὴν συνδετικὸν φωνῆεν.
Σημασιολογία
1) Παραυτίκα, παραχρῆμα Πόντ. (Κερασ.) Συνών. ἀμέσως. 2) Μετ᾿ οὐ πολύ, μετ᾿ ὀλίγον Πόντ. (Σάντ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA